Το ποσοστό αυτό μπορεί ακόμα να ανέλθει και στο 35% ή και στο 40%, αφού η αξία των εξαγωγών σε μεγάλο μέρος εξαρτάται από τις ισχύουσες τιμές ενεργειακών πρώτων υλών και μετάλλων.
Υπολογίζεται ότι το 70% περίπου των ελληνικών ενεργειακών εξαγωγών οφείλεται σε πετρελαϊκά προϊόντα τα οποία παράγουν οι δυο διυλιστηριακοί όμιλοι της χώρας, ΕΛΠΕ και Motoroil. Τα προϊόντα αυτά, κυρίως ντίζελ, βενζίνες, αεροπορικά καύσιμα και fuel oil, εξάγονται σε περισσότερες από 40 χώρες στην ΝΑ Ευρώπη, στην Βόρειο και Δυτική Αφρική και στην λεκάνη της Μεσογείου μηδέ της Τουρκίας εξαιρουμένης. Πέρυσι που η μέση τιμή πετρελαίου κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδο, με μέσο όρο για το Brent στα $ 42 το βαρέλι, οι συνολικές εξαγωγές πετρελαιοειδών έφθασαν τα € 6,0 δισεκ. ενώ το 2021 που η μέση τιμή αναμένεται να φθάσει, και ίσως ξεπεράσει τα $ 70 το βαρέλι, αυτές ενδέχεται να φθάσουν τα € 10,0 δισεκ., ενισχύοντας σημαντικά την συνολική αξία των Ελληνικών εξαγωγών.
Όμως πέρα από τα πετρελαιοειδή, και το πετρέλαιο γενικότερα, που μερικοί πολιτικοί και «εμπνευσμένοι» σύμβουλοί τους έσπευσαν να ξεγράψουν, ως «καύσιμο του παρελθόντος», προβάλλοντας την θεωρία των stranded assets, οι ελληνικές εξαγωγές ενισχύονται από μία ευρεία γκάμα άλλων προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτά περιλαμβάνουν τα ηλιακά θερμικά συστήματα, τις μπαταρίες, μετρητές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, ηλεκτρικά καλώδια και σωλήνες (κατάλληλοι για αγωγούς πετρελαίου και φ. αερίου), μεταλλικές κατασκευές για φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, αυτοματισμούς για έλεγχο ενεργειακών ροών στα κτίρια κλπ.
Στον παρατιθέμενο πίνακα (μέρος της παρουσίασης στο ΕΒΕΑ) καταγράφεται η σύνθεση των Ελληνικών ενεργειακών εξαγωγών για το 2020. Από μια προσεκτική ανάλυση των στοιχείων που παρατίθενται, αλλά και πολλών άλλων που έχουμε στην διάθεση μας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια αύξησης των ενεργειακών εξαγωγών, πράγμα που θα ενισχύσει τόσο την ίδια την οικονομία και την αναπτυξιακή της προοπτική και, κυρίως, θα συνδράμει στην δημιουργία απασχόλησης και, μάλιστα, με καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Όπως επισήμανε το ΙΕΝΕ σε πρόσφατη έκθεση του για την ανάγκη ενίσχυσης της παραγωγικής μας βάσης στον ενεργειακό τομέα (εδώ) υπάρχουν πολλά περιθώρια για αύξηση των παραγόμενων στην Ελλάδα ενεργειακών προϊόντων και συστημάτων, αρκεί να υπάρξει η κατάλληλη στρατηγική. Γι’ αυτό, όπως παρατηρεί η έκθεση του ΙΕΝΕ, ένα μέρος των χρημάτων που θα εισρεύσουν από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει, βάσει σχεδίου, να κατευθυνθούν στην βιομηχανία αλλά και στην έρευνα για την σχεδίαση καινοτόμων ενεργειακών συστημάτων.
Τέλος, η σημερινή Ελλάδα, που στην ουσία παραμένει μια πτωχή και υπερχρεωμένη χώρα, δεν έχει την πολυτέλεια να απορρίπτει πηγές ενέργειας και προϊόντα προς εκμετάλλευση και εξαγωγή. Έτσι, αν θέλουμε να ενισχύσουμε τις εξαγωγές μας, θα πρέπει να υπάρξει πλήρης αναθεώρηση της αδιέξοδης και μονομερούς ενεργειακής πολιτικής που ακολουθείται σήμερα, και η κυβέρνηση να υποστηρίξει επιτέλους την ανάπτυξη των εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου που έχουν εντοπιστεί σε αρκετά σημεία των ελληνικών θαλασσών. Πράγμα όχι ανέφικτο, και, μάλιστα, σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς το παραμικρό κόστος για το κράτος, αφού δυο μεγάλες σε έκταση θαλάσσιες παραχωρήσεις έχουν από τον Οκτώβριο 2019 δοθεί, βάσει μακροπρόθεσμων συμβάσεων, στην πολύ ισχυρή κοινοπραξία των ExxonMobil –Total -ΕΛΠΕ. Αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη και, εάν η σημερινή κυβέρνηση συνέλθει κάποτε από τον «πράσινο» εγκλωβισμό της, θα μπορέσουμε όχι μόνο να εκμεταλλευτούμε τα πολύ αξιόλογα κοιτάσματα φυσικού αερίου που διαθέτουμε, αλλά θα μπορέσουμε να εξαγάγουμε σημαντικές ποσότητες στο εξωτερικό ενισχύοντας όχι μόνο τις εξαγωγές μας και την οικονομία μας αλλά και την ενεργειακή μας ασφάλεια.