Πιο συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο κατεγράφη νέα αύξηση της μέσης χονδρεμπορικής τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος στα €228,87/MWh από €198,34 που ήταν τον Οκτώβριο. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, πρόκειται περί πανευρωπαϊκού ρεκόρ! Αυτό οφείλεται τόσο στις πολύ υψηλές τιμές φυσικού αερίου (€95/MWh την περασμένη Παρασκευή στο TTF στην Ολλανδία) όσο και στους ρύπους όπου στο ETS οι τιμές διαμορφώθηκαν στα €75/τόνο.
Αν και εκφράζεται συγκρατημένη αισιοδοξία (βλέπε δηλώσεις του Προέδρου της ΡΑΕ Δρ. Αθαν. Δαγούμα στο συνέδριο του ΙΕΝΕ στις 1/12, εδώ) ότι θα υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών ήδη από τον Δεκέμβριο, κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών φ. αερίου, εν τούτοις τα περισσότερα στελέχη της αγοράς που διαχειρίζονται τις αγοραπωλησίες ηλεκτρισμού και φ. αερίου δηλώνουν σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν θα υπάρξει σταθερή μείωση των τιμών το Α’ Τρίμηνο του 2022. Αυτές εστιάζονται στο γεγονός ότι παρά την μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί διεθνώς για την νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού Όμικρον, η ζήτηση ενέργειας, δηλ. αέριο και πετρέλαιο, παραμένει σταθερή, με την Ασία να εξακολουθεί να αποτελεί μαγνήτη για τα περισσότερα φορτία LNG. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να συνεχίζεται η πίεση στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα, διατηρώντας τις τιμές αερίου, παρά τις όποιες αυξομειώσεις, σε υψηλά επίπεδα (πέντε φορές υψηλότερες απ´ ότι στις αρχές του τρέχοντος έτους).
Όπως αναφέρθηκε στο συνέδριο του ΙΕΝΕ από τον πρόεδρο της ΕΒΙΚΕΝ κ. Αντώνη Κοντολέων, ακόμα και με την προβλεπόμενη αποκλιμάκωση των τιμών αερίου και ηλεκτρισμού, θα εξακολουθήσει να υπάρχει μεγάλο χάσμα με τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, πράγμα που καθιστά a priori πολλά ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά. Την στιγμή μάλιστα που η κυβέρνηση έχει επιλέξει την εύκολη οδό των οριζόντιων επιδοτήσεων στους οικιακούς καταναλωτές, τίθεται θέμα υποστήριξης των βιομηχανιών ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν την παραγωγή τους σε ένα πλέον ευνοϊκό τιμολογιακό περιβάλλον. Και όλα αυτά εντός του προβλεπόμενου νομικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο όχι μόνο εξαντλούν οι βόρειες βιομηχανικές χώρες, αλλά πολλές φορές κινούνται εκτός προκειμένου να εξασφαλίσουν χαμηλές τιμές στα εξαγόμενα προϊόντα τους.
Τον κώδωνα του κινδύνου εξάλλου έκρουσε την περασμένη Πέμπτη και ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, ο οποίος μιλώντας υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της Ελληνικής Παραγωγής σε Ημερίδα του ΠΣΕ, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Ειδικά σε ό,τι αφορά το ενεργειακό κόστος, η σημερινή κατάσταση είναι πρωτοφανής», εξηγώντας ότι «η εγχώρια μεταποιητική βιομηχανία της Μέσης Τάσης επιβαρύνεται δυσανάλογα από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, λόγω υψηλής εξάρτησης από το φυσικό αέριο, αλλά και επειδή οι ευρωπαϊκές ομοειδείς επιχειρήσεις καλύπτονται ταυτόχρονα και με διμερή συμβόλαια σε σταθερές ανταγωνιστικές τιμές, τα οποία δεν εφαρμόζονται ακόμα στην Ελλάδα. Στη δική μας περίπτωση, το κόστος παραγωγής εκτοξεύεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κίνδυνοι περιορισμού της παράγωγής ή και αναστολής λειτουργίας κάποιων επιχειρήσεων. Τα προβλήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν επειγόντως, μελετώντας και αντίστοιχα μέτρα που έχουν υιοθετήσει άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
Τέλος, ως προς τα πραγματικά αίτια της απότομης αύξησης των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού στην Ευρώπη και την απόλυτη ανυπαρξία κεντρικού σχεδιασμού σε επίπεδο ΕΕ για την πρόβλεψη και αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, έχουν αρχίσει και ακούγονται φωνές όχι μόνο από μεγάλους καταναλωτές και την βιομηχανία αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.
Πλέον χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση του Καθηγ. Γιάννη Μανιάτη, πρώην υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (2011-2015), ο οποίος επέρριψε ευθύνες στην σημερινή ηγετική ομάδα της Κομισιόν για έλλειψη προετοιμασίας και αντίδρασης μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου.
Όπως δήλωσε, μιλώντας στο πρόσφατο συνέδριο του ΙΕΝΕ, «για τους ανθρώπους του ενεργειακού χώρου η σημερινή κρίση ήταν απόλυτα προβλέψιμη και άρα υπήρχε επαρκής χρόνος για την, κατά τα άλλα, άλαλη Ε. Επιτροπή, να διαμορφώσει ένα σχέδιο hedging του κινδύνου και διατύπωσης, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ενός ευρωπαϊκού σχεδίου αντιμετώπισής της. Αντ´ αυτού, είδαμε την Κομισιόν να νίπτει τας χείρας της και να ζητά από κάθε χώρα να κινηθεί ανεξάρτητα και να λάβει ό,τι μέτρα θεωρεί αυτή επιβεβλημένα, κυρίως μέσω επιδοτήσεων, ώστε να μην φτωχοποιηθεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Αυτό, όμως, δεν συνιστά ενεργειακή πολιτική και η σημερινή ηγεσία της Κομισιόν φέρει βαρύτατες ευθύνες».
Όπως εξ’ άλλου δήλωσαν και άλλοι παράγοντες της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς που έλαβαν ενεργό μέρος στο διήμερο συνέδριο του ΙΕΝΕ, «είναι εξοργιστική στάση της Κομισιόν που παρά τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και τους καταναλωτές, αυτή αρνείται πεισματικά να εξετάσει την αναγκαιότητα επανασχεδιασμού της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς, προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον. Αντίθετα, και χωρίς τεκμηριωμένες θέσεις, αντιτάσσει την συνέχιση και επιτάχυνση στις επενδύσεις ΑΠΕ, πιστεύοντας ανοήτως ότι μόνο η ολοκληρωτική μετατροπή του ενεργειακού συστήματος σε ΑΠΕ θα θωρακίσει την ευρωπαϊκή αγορά από τις αυξομειώσεις της τιμής του φ. αερίου». Και αυτό την στιγμή που είναι ηλίου φαεινότερο ότι χωρίς το φ. αέριο δεν μπορεί να στηριχθεί η παραγωγή από ΑΠΕ. Ένα καύσιμο που θα είναι μαζί μας για αρκετές δεκαετίες ακόμα κάτω από οποιοδήποτε σενάριο ζήτησης (βλέπε κάτωθι διάγραμμα).