όσο και στις πραγματικά τεράστιες επενδύσεις που συνεπάγεται ο ενεργειακός μετασχηματισμός. Υπό αυτό το πρίσμα είναι έντονος ο προβληματισμός και οι παρατηρούμενες διεργασίες σε επίπεδο οικονομολόγων και ανώτερων διευθυντικών στελεχών οικονομικών υπηρεσιών μεγάλων οργανισμών και εταιρειών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μεγάλου ενδιαφέροντος για τις οικονομικές επιπτώσεις αλλά και τις επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζει η «ενεργειακή μετάβαση» ήταν η εκδήλωση που οργάνωσε η νεοσύστατη Hellenic Treasurers Association την Παρασκευή το απόγευμα σε ξενοδοχείο στα βόρεια προάστια με θέμα “Sustainable Finance: Paving the Way to a Green Future”. Αποδεχόμενος την πρόσκληση του ΗΑΤ συμμετείχα ως ομιλητής στην εν λόγω εκδήλωση, μαζί με την συνάδελφο Ειρήνη Τερζίδου, Research Fellow του ΙΕΝΕ, όπου επικεντρωθήκαμε στις σημαντικές προκλήσεις από πλευράς επενδύσεων που αντιμετωπίζει η «ενεργειακή μετάβαση»
Η τοποθέτηση μου ξεκίνησε με τις βασικές παραδοχές της δομής του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης του οποίου κυριαρχείται σήμερα κατά 81% από ορυκτά καύσιμα (άνθρακα, πετρέλαιο, φ.αέριο), με το υπόλοιπο να μοιράζεται με την πυρηνική ενέργεια (5%), την στερεά βιομάζα(4,3%) και τις ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων υδροηλεκτρικών (9,7%). Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι τα τελευταία 45 χρόνια το ποσοστό συμμετοχής των ορυκτών καυσίμων στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα έχει αυξηθεί κατά 1 % ενώ οι προβλέψεις για το 2040 (κυρίως από τον ΙΕΑ) βάσει διαφορετικών σεναρίων φέρουν τα ορυκτά καύσιμα να συμμετέχουν σε ποσοστό μεταξύ 78% έως 58% στην περίπτωση εφαρμογής αυστηρών μέτρων για την μείωση των εκπομπών.
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά την μάλλον μικρή συμμετοχή των ΑΠΕ που από 6,0 % το έτος 2000 αυτή έφθασε το 9,7% το 2019, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών και της βίο ενέργειας παρά τα τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων σε όλο τον κόσμο την τελευταία 20ετία για να τις προωθήσουν. Η μικρή σχετικά συμμετοχή τους παρά τις υψηλές επενδύσεις δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης είναι πολύ υψηλότερος από τον ρυθμό υλοποίησης έργων ΑΠΕ, όπου το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος από πλευράς εγκατεστημένης ισχύος κατευθύνεται στην ηλεκτροπαραγωγή, που, όμως, εξυπηρετεί ανάγκες στις χώρες που διαθέτουν κεντρικά δίκτυα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Άρα, ένα μεγάλο μέρος αναπτυσσόμενων οικονομιών, απ’ όπου προέρχεται κυρίως η αύξηση της ζήτησης, δεν επηρεάζονται από την επέκταση των ΑΠΕ, ικανοποιώντας τις αυξανόμενες ενεργειακές τους ανάγκες από εύκολα προσβάσιμα ορυκτά καύσιμα.
Όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο η στροφή προς τα καθαρά καύσιμα (δηλ. ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια, φ.αέριο) και την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και γενικότερα του demand-side management είναι νομοτελειακή και, ως εκ τούτου, ολοένα και περισσότερες επενδύσεις θα στρέφονται προς νέες τεχνολογίες, διαθέσιμες σήμερα και υπό ανάπτυξη, με εντατικοποίηση της έρευνας σε όλο το εύρος των εφαρμογών. Η δε έξυπνη (smart) διαχείριση της ενέργειας, τόσο σε επίπεδο κατοικίας όσο και σε εθνική και περιφερειακή βάση, θα αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα στη στροφή μας προς τα καθαρά καύσιμα και τεχνολογίες.
Συμπερασματικά, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό επενδύσεων παγκοσμίως, και ασφαλώς στην Ελλάδα και στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, θα στρέφεται προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (κυρίως κτίρια, μεταφορές, παραγωγή και μεταφορά ηλεκτρισμού). Οι επενδύσεις στο Oil & Gas θα συνεχιστούν κυρίως από τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες στις οποίες οι ΙΟC’s θα έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματα παραγωγής τους. Πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα εξακολουθήσουν κατά τα επόμενα 30-40 χρόνια να καλύπτουν τις ανάγκες για το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ενεργειακού υποβάθρου
Σήμερα κερδίζει έδαφος η εκτίμηση ότι θα υπάρξει δυναμική επιστροφή των πυρηνικών μονάδων (ιδίως με την δημιουργία μικρών modular μονάδων ) με κορύφωση την επίτευξη πυρηνικής τήξης που θα μπορέσει να καλύψει μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη το τελευταίο τέταρτο του τρέχοντος αιώνα.
Γενικά, από εδώ και εμπρός η κυρίαρχη τάση θα είναι ο εξηλεκτρισμός των πάντων, αφού μέσω των ηλεκτρικών συστημάτων μπορούν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και συγχρόνως να ελεγχθούν οι εκπομπές. Άρα οι επενδύσεις σε ό, τι έχει να κάνει με ηλεκτρικά συστήματα (συμβατικά και μη) αποκτούν πρωτεύουσα σημασία και πέριξ αυτών θα δημιουργηθεί το νέο ενεργειακό περιβάλλον σε επίπεδο πόλης και κατοικίας. Η δε χρηματοδότηση όλων αυτών αποκτά πρωταρχική σημασία γι’ αυτό και η χρήση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, μεταξύ των οποίων και τα Green Bonds, παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ ταυτόχρονα τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση με σκοπό την ανάπτυξη νέας σειράς χρηματοδοτικών διευκολύνσεων (με την έννοια του facility) από micro-finance μέχρις mega- project funding.