Στην νέα ενεργειακή εποχή-του άκρατου ανταγωνισμού και γεωπολιτικής αστάθειας- που έρχεται η αδυναμία μας να παραγάγουμε εγχώρια ή να ελέγξουμε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που χρειαζόμαστε θα μας στοιχίσει πανάκριβα και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα. Και εξηγούμαστε.
Πρώτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να κατανοήσει ότι οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου, και κατ’ επέκταση αυτές του ηλεκτρισμού, δεν είναι πρόσκαιρες και ήλθαν για να μείνουν. Μπορεί βάσει των στοιχείων που σήμερα έχουμε στην διάθεση μας (βλέπε μακροχρόνια συμβόλαια φ. αερίου και ηλεκτρισμού) το καλοκαίρι του 2022 η κατάσταση από πλευράς τιμών να εξομαλυνθεί σε ένα βαθμό, αλλά δεν πρόκειται ποτέ ξανά να δούμε χαμηλές τιμές της τάξης των € 40-€50 / MWh στον ηλεκτρισμό και € 15-€20 / MWh στο φ. αέριο που ίσχυαν το καλοκαίρι του 2020. Η εποχή της ενεργειακής αθωότητας τελείωσε ανεπιστρεπτί και τώρα έχουμε εισέλθει για καλά σε περίοδο άγριου ανταγωνισμού και επιβίωσης των ισχυρότερων παικτών. Ήδη αρκετές εταιρείες traders και στο retail στην ΝΑ Ευρώπη έχουν κατεβάσει ρολά.
Δεύτερον, θα πρέπει να αξιολογηθεί αρνητικά η (σιωπηλή) απόφαση του κονκλαβίου των Βρυξελλών, (που ουσιαστικά διοικεί την ΕΕ) ότι η επιχειρούμενη σήμερα ενεργειακή μετάβαση - που τόσο αφελώς έχουν πιστέψει πολιτικοί και τεχνοκράτες όλων των αποχρώσεων- προϋποθέτει υψηλές τιμές ενέργειας που είναι απαραίτητες για να στηρίξουν την λειτουργία των επιδοτούμενων ΑΠΕ καθώς και την ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών που με μεγάλη σαφήνεια περιγράφονται στο περίφημο Green Deal (λ.χ. αποθήκευση ενέργειας, υδρογόνο, ηλεκτροκίνηση) Απόλυτη δε βάση των υψηλών τιμών είναι η τιμή του CO2 στο ευρωπαϊκό σύστημα διαπραγμάτευσης (το γνωστό ETS), η οποία ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κονκλάβιο. Ως γνωστό η τιμή των ρύπων από τα €15-€ 20 τον τόνο που ήταν πριν 18 μήνες, σήμερα έχει φθάσει τα € 90 / τόνο. Το κονκλάβιο θεωρεί την τιμή αυτή πολύ ικανοποιητική (και σύμφωνα με πληροφορίες επιθυμεί να την δει ακόμα υψηλότερα), προκειμένου να καταστεί εντελώς ασύμφορη, σε πρώτη φάση, η λειτουργία των ανθρακικών μονάδων και άρα το κλείσιμο τους. Αργότερα θα ακολουθήσουν και οι μονάδες φ. αερίου ώστε να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την παντοκρατορία των ΑΠΕ.
Τρίτον, η τυφλή αποδοχή και εφαρμογή του Green Deal, και μάλιστα καθ’ υπερβολήν σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, οδηγεί σε ενεργειακό αδιέξοδο αφού εμποδίζει την χώρα από την αξιοποίηση των εγχώριων αποθεμάτων λιγνίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου, καύσιμα που όμως θα είναι απαραίτητα για αρκετά χρόνια ακόμα όσο θα διαρκεί ο επιχειρούμενος σήμερα μετασχηματισμός του ισχύοντος ενεργειακού μοντέλου.
Τέταρτον, δεν μπορεί να είναι η μικρή και οικονομικά κατεστραμμένη, λόγω μνημονίων, Ελλάδα η χώρα που θα μπει στην πρωτοπορία της ενεργειακής μετάβασης χωρίς να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας. Άραγε θα μας τις εξασφαλίσουν οι «αλληλέγγυες» χώρες του ευρωπαϊκού βορά; Αυτές μπορούν να προκύψουν μόνο με μια εκλογικευμένη αξιοποίηση του λιγνίτη (με μονάδες υψηλής απόδοσης όπως η υπό κατασκευή Πτολεμαΐδος 5, χρήση συστημάτων CCUS κλπ) και επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης του από το Ελληνικό ενεργειακό σύστημα καθώς και από την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα επιβεβαιωμένα ή εντοπισθέντα κοιτάσματα που διαθέτει η χώρα (Μπάμπουρας, ανατολικά της Θάσου, Κατάκολο, Πατραϊκός, νότια και δυτικά της Κρήτης κλπ)
Στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ που παράγουν το δικό τους φ. Αέριο, αυτό πωλείται στους βιομηχανικούς καταναλωτές στο επίπεδο των $ 4-6 /MM btu
ενώ στο Άμστερνταμ (και κατ’ επέκταση στην Ρεβυθούσα) αντίστοιχες τιμές για συμβόλαια παράδοσης τον Ιανουάριο 2022 διαπραγματεύονται στα $ 47/ΜΜ btu. Η διαφορά είναι τεράστια και δείχνει τον δρόμο που οφείλει να ακολουθήσει η χώρα μας αν θέλει να αποφύγει ακόμα μια οικονομική κατάρρευση. Η σημερινή τακτική της κυβέρνησης που αρνείται να δει την μεγαλύτερη εικόνα, σπεύδει να καλύψει τρέχουσες ανάγκες και δεν την απασχολεί το αύριο φανερώνει ένα τραγικό έλλειμμα στρατηγικής που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε μια νέα πτώχευση. Ενώ η αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη εναλλακτικών διαδρομών ενεργειακής τροφοδοσίας (που να μην διέρχονται μέσω Τουρκίας όπως ισχύει σήμερα) οδηγεί σε γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ενεργειακή της ασφάλεια.