Ο Ρόλος της Διπλωματίας στις Ελληνορωσικές Σχέσεις

Ο Ρόλος της Διπλωματίας στις Ελληνορωσικές Σχέσεις
Του Γιώργου Πρεβελάκη*
Δευ, 20 Δεκεμβρίου 2021 - 10:27

Η πρόσφατη συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού με τον Βλαντίμιρ Πούτιν υπενθύμισε μια βασική αρχή των διεθνών σχέσεων - ο συναισθηματικός παράγων διαδραματίζει περιθωριακό ρόλο σε σχέση με τα γεωπολιτικά διακυβεύματα. H Ελλάδα και η Ρωσία παλαιόθεν διακατέχονται από μια εξαιρετικά φιλική προδιάθεση. Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε πλήρως κατά τη συνάντηση των δύο ηγετών και οδήγησε στις συμφωνίες

 

για πολιτισμικές και άλλες συνεργασίες. Ομως, τα γεωπολιτικά δεδομένα δεν επιτρέπουν να προχωρήσει μακρύτερα η ελληνορωσική σχέση.

Στις δηλώσεις του ο Πούτιν κατέταξε την Ελλάδα στους μη χείρονες νατοϊκούς αντιπάλους της Ρωσίας. Επομένως, η χώρα μας μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως σύνδεσμος ανάμεσα στον δυτικό κόσμο και στη Ρωσία. Αυτή η δήλωση είναι, ίσως, το maximum δυνατόν για τις ελληνικές προσδοκίες. Ούτε, άλλωστε, η ελληνική πλευρά έδειξε διάθεση ή πρόθεση να απομακρυνθεί από τους δυτικούς συμμάχους της. Οι διαχωριστικές γραμμές παρέμειναν ως είχαν.

Η συνάντηση στο Σότσι πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί μέσα στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο του ρωσικού ζητήματος, το οποίο, επιπλέον, συνδέεται στενά με το τουρκικό ζήτημα.

Οι διάδοχοι των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών της Ανατολής διανύουν παράλληλες τροχιές. Ο Ερντογάν και ο Πούτιν κυβερνούν σχεδόν δύο δεκαετίες. Παρέλαβαν μια δυσχερή κατάσταση - απόρροια της παρακμής των δύο μεγάλων ανατρεπτικών ιδεολογιών του Μεσοπολέμου, του λενινισμού και του κεμαλισμού. Κατόρθωσαν να ανανεώσουν την πολιτική ζωή στις χώρες τους, σε μεγάλο βαθμό αναβιώνοντας αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Σήμερα και τα δύο αυτά διάδοχα συστήματα φθίνουν. Η αυταρχική διακυβέρνηση αποκαλύπτει τον φόβο της αμφισβήτησης, της ανατροπής, της αποσταθεροποίησης.

Η κύρια απειλή για τη σταθερότητα στη μεγάλη περιοχή η οποία απλώνεται από τη Βαλτική ως τη Μεσόγειο προέρχεται από τα εσωτερικά αδιέξοδα των δύο μεταυτοκρατορικών συγκροτημάτων. Ο Ερντογάν και ο Πούτιν προσπαθούν να επανασυσπειρώσουν τους λαούς τους με κηρύγματα ξενοφοβίας, αντιδυτικισμού και αυτοκρατορικού μεγαλείου. Δεν είναι περίεργο ότι, παρά την ιστορική αντιπάθεια των δύο λαών, τείνουν να συνάψουν μια sui generis συμμαχία. Ηδη οι στρατηγικοί δεσμοί της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ έχουν αδυνατίσει. Η προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400 λειτούργησε καταλυτικά, καθώς εξέφρασε την τουρκορωσική σύγκλιση και την τουρκική απειθαρχία έναντι της Δύσης. Ταυτοχρόνως, οι υφιστάμενες σοβαρές τριβές ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία καθιστούν δυσχερή κάθε πρόβλεψη. Πρόκειται για παράλληλες αντιδυτικές πορείες ή για συγκυριακή «λυκοφιλία»;

Σε αυτό το ρευστό, αβέβαιο περιβάλλον, πώς να αντιμετωπίσει η Δύση τις αποσταθεροποιητικές απειλές, η κλιμάκωση των οποίων θα συνοδεύει την ιδεολογική και πολιτική φθορά των δύο αυταρχικών καθεστώτων; Ο ρόλος της Ευρώπης όφειλε να είναι αποφασιστικός, καθώς τα προβλήματα αφορούν την ανατολική της περιφέρεια, βόρεια και νότια. Εξακολουθεί, όμως, να εξαρτάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, εφόσον δεν έχει διαμορφώσει «γεωπολιτική προσωπικότητα», παρά τις ποικίλες επικλήσεις και αναγγελίες. Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει καθοριστική.

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει διλήμματα. Με πρωταρχικό πρόβλημα την κινεζική πρόκληση, πόσο μπορεί να συντηρεί τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία; Μια περισσότερο ή λιγότερο υποχωρητική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Ρωσίας οπωσδήποτε θα δημιουργήσει τριγμούς στο ΝΑΤΟ - πολλά από τα νέα μέλη θα την ερμηνεύσουν ως εγκατάλειψη απέναντι στον διάδοχο της Σοβιετικής Ενωσης. Επιπλέον, θα ενθαρρύνει τον τουρκικό γεωπολιτικό αναθεωρητισμό.

Η κινεζική πρόκληση αλλάζει τους συσχετισμούς δυνάμεως ανάμεσα στη Δύση και τις νεοαυτοκρατορικές δυνάμεις. Για τα συνοριακά κράτη ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους αρχίζει μια γεωπολιτική αβεβαιότητα. Η Ελλάδα με το συνεχές τουρκικό πρόβλημα μπορεί, εν τινί μέτρω, να παραλληλιστεί με τις χώρες της Βαλτικής.

Εσωτερική αστάθεια, υφιστάμενη ή αναμενόμενη, στην Τουρκία και στη Ρωσία, ενδεχόμενες αμφιταλαντεύσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και έλλειμμα ηγεσίας και κατεύθυνσης στην Ευρώπη διαμορφώνουν ένα αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον, όπου οι ρωσικές εξελίξεις καθίστανται καθοριστικές.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική διπλωματία οφείλει να κινητοποιηθεί στο μέγιστο. Οι γέφυρες επικοινωνίας πρέπει να διατηρούνται ανοικτές, όχι μόνο για την αναζήτηση λύσεων, αλλά και για τη βαθύτερη και ευρύτερη κατανόηση των προθέσεων των συνομιλητών, φίλων ή αντιπάλων. Ανεξαρτήτως του «ανήκειν», αυτού του είδους οι συνομιλίες, οι συνεργασίες, οι ανταλλαγές ανακαλούν τις συγκλίσεις, αμβλύνουν τις αντιθέσεις, εγκαθιστούν εντυπώσεις.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί τη Ρωσία. Πρέπει, αντιθέτως, να επιδιώκει την ανταλλαγή απόψεων στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Η φιλική προδιάθεση διευκολύνει τον στόχο αυτόν, παρά τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα. Η πρωθυπουργική επίσκεψη στο Σότσι κάλυψε, ευτυχώς, ένα σοβαρό κενό το οποίο, ατυχώς, είχαν δημιουργήσει οι προγενέστερες διπλωματικές εντάσεις μεταξύ Αθήνας και Μόσχας.

 

*Λίγα λόγια για τον κ. Γιώργο Πρεβελάκη, Ομότιμο Καθηγητή Γεωπολιτικής, Πανεπιστήμιο Paris I

Ομότιμος Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Σορβόννη (Paris 1) και ερευνητής στο CNRS (UMR Géographie-cités). Ειδικεύεται στην Γεωπολιτική της Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, στην Γεωπολιτική των Διασπορών και στην Χωροταξία. Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα (1984), κατέλαβε καθηγητικές και ερευνητικές θέσεις στο Παρίσι, στην Βαλτιμόρη, στην Βοστώνη (Έδρα Κωνσταντίνου Καραμανλή, Fletcher) και στο Λονδίνο. Χρημάτισε πρέσβυς της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ (2013-15). Το τελευταίο του βιβλίο στα Ελληνικά είναι: Ποιοί είμαστε. Γεωπολιτική της Ελληνικής ταυτότητας, Κέρκυρα-Economia Publishing, Αθήνα, 2016 και στα Γαλλικά: Qui sont les Grecs? Une identité en crise, CNRS Editions, Παρίσι, 2017

(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ)