Αυτές είναι οι σημαντικότερες ψηφίδες του «παζλ» της ενεργειακής κρίσης του 2021, η οποία χωρίς αμφιβολία άφησε τη σφραγίδα της στη χρονιά που κλείνει. Μεταξύ των βασικών λόγων που την προκάλεσαν θα μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιος τρεις:
Πρώτον, η ταχεία και δυναμική ανάκαμψη των οικονομιών από την ύφεση που προκάλεσαν τα πρώτα κύματα της πανδημίας, που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση για βασικά αγαθά (περιλαμβανομένης και της ενέργειας) τόσο γρήγορα, ώστε η προσφορά να μην μπορεί να ανταποκριθεί.
Δεύτερον, η επιλογή των κέντρων εξουσίας της Ευρώπης για απανθρακοποίηση - εξπρές, χωρίς όμως να πληρούνται οι προϋποθέσεις για ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο ρόλος του φυσικού αερίου ως καυσίμου - «γέφυρα» προς τη μετάβαση και κατ’ επέκταση η εξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από αυτό.
Και τρίτον, η στάση της Ρωσίας, που φέρεται να περιόρισε τις ροές φυσικού αερίου προς τη γηραιά ήπειρο τους τελευταίους μήνες, χρησιμοποιώντας -για ακόμη μια φορά- την ισχύ που της προσδίδει η θέση της ως βασικού προμηθευτή φυσικού αερίου της Ευρώπης (κάτι που δεν άλλαξε από την έλευση αζέρικου αερίου μέσω του TAP…) για να προωθήσει την πολιτική ατζέντα της.
Η ελληνική αγορά
Στην Ελλάδα, η πιο «ορατή» έκφανση της κρίσης ήταν οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος που μετακυλίονται στη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών μέσω των διαβόητων πλέον «ρητρών αναπροσαρμογής χρέωσης προμήθειας» στα τιμολόγια λιανικής. Την περίοδο Ιανουαρίου - Μαΐου οι τιμές κυμαίνονταν στα επίπεδα των 50-65 ευρώ/MWh. Από τον Ιούνιο και μετά ξεκίνησε μια σταθερή ανοδική πορεία, που οδήγησε τις τιμές από τα 83,47 ευρώ/MWh στις αρχές του καλοκαιριού, στα 245 ευρώ/MWh (μέση τιμή Δεκεμβρίου μέχρι στιγμής). Και παρότι τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται μια ελπιδοφόρα ανάπαυλα, με παράλληλη αποκλιμάκωση τιμών φυσικού αερίου, ρύπων και ρεύματος, ουδείς τολμά ακόμα να μιλήσει για αναστροφή της τάσης…
(της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου, από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")