ποσοτικής χαλάρωσης. Σε ποσοστό υψηλότερο του 40% ,από τους 38 οικονομολόγους που ερωτήθηκαν, αναγνωρίζεται ο πληθωρισμός ως η μεγαλύτερη απειλή για την αναπτυξιακή προοπτική των 19 χωρών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως το κοινό τους νόμισμα. Για όσους από εμάς ζουν και εργάζονται στις χώρες της ευρωζώνης δεν χρειαζόμαστε ασφαλώς την ανωτέρω έρευνα για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο πληθωρισμός μαζί με την συνεχιζόμενη πανδημία του κορωνοϊού αποτελούν τους δύο βασικούς κινδύνους που υποσκάπτουν την οικονομική ανάκαμψη και δημιουργούν σύννεφα αβεβαιότητας. Και οι δυο παράγοντες είναι αρκετοί για να ενσπείρουν ένα νέο κύμα εσωστρέφειας που κάνουν οιαδήποτε επενδυτική απόφαση παρακινδυνευμένη. Η ανωτέρω όμως έρευνα είναι λίαν διαφωτιστική ως προς τα αίτια του υψηλού πληθωρισμού, όπου οι τιμές καταναλωτή (consumer price growth) τον Νοέμβριο σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ έτρεξαν στο 4,9%, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο 20ετίας, με βασική αιτία τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου.
Διακύμανση των ευρωπαϊκών τιμών χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας (Νοέμβριος 2019 – Νοέμβριος 2021)
Τιμές φυσικού αερίου
Ακόμα και εάν λάβουμε υπ´ όψη μας την πρόσφατη μείωση των τιμών χονδρεμπορικής στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια στο φυσικό αέριο και στον ηλεκτρισμό οι τιμές κινούνται σε πολλαπλάσια υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με 12-18 μήνες πριν. Ποιο συγκεκριμένα το πανόραμα τιμών ηλεκτρισμού στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ενέργειας (βλέπε γράφημα) δείχνει ότι οι τιμές είναι αυξημένες κατά 4 φορές μέσο όρο τους τελευταίους 12-14 μήνες, ενώ το αντίστοιχο γράφημα για το TTF - το Ολλανδικό Title Transfer Facility - και η γενική απεικόνιση τιμών του φ. αερίου σε παγκόσμιο επίπεδο, δείχνουν τις τιμές αυξημένες κατά 5,5 φορές.
Επειδή οι χονδρεμπορικές τιμές αυξάνονται σταθερά το τελευταίο 12μηνο ένα μέρος των αυξήσεων έχει αρχίσει να ανακλάται πλέον στις λιανικές τιμές και άρα να επηρεάζει ανοδικά τον τιμάριθμο. Μπορεί ορισμένες χώρες - κυρίως Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα- να κρύβουν την άσχημη πραγματικότητα κάτω από το χαλί μέσω απανωτών επιδοτήσεων όμως ο αντίκτυπος των υψηλών τιμών ενέργειας επηρεάζει ήδη την παραγωγική αλυσίδα έτσι που πολλά εισαγόμενα προϊόντα να πωλούνται σε αρκετά υψηλότερες τιμές ενώ ευκαιρίας δοθείσας και πολλοί εγχώριοι παραγωγοί και έμποροι (ασχέτως σε τι ποσοστό έχουν επηρεασθεί από τις ενεργειακές ανατιμήσεις) μετακυλούν τις υπαρκτές και μελλοντικές αυξήσεις στους καταναλωτές. Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα έχει κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από τις δημιουργούμενες πληθωριστικές πιέσεις. Και επειδή το ενεργειακό κόστος υπεισέρχεται σε υψηλό ποσοστό (σε ορισμένα βιομηχανικά προϊόντα αγγίζει και το 40% του τελικού κόστους) στην παραγωγή, αποθήκευση και διακίνηση πληθώρας προϊόντων οι ανατιμήσεις σε ηλεκτρισμό, φ. αέριο και σε μικρότερο βαθμό στο πετρέλαιο, (οι διεθνείς τιμές του οποίου έχουν αυξηθεί κατά 50% μέσο όρο από τις αρχές του 2021) συμβάλλουν άμεσα στον πληθωρισμό.
Ενόψει των ανωτέρω λίαν ανησυχητικών εξελίξεων είναι έκδηλος ο προβληματισμός της ΕΚΤ η οποία έχει αναθεωρήσει επί τα χείρω τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη από 2,6% μέσο όρο το 2021 σε 3,2% για το 2022. Σύμφωνα με ανώτερα στελέχη της τράπεζας HSBC «οι ενεργειακές αυξήσεις αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο ρίσκο στην ευρωζώνη απειλώντας με μείωση το ΑΕΠ κατά 0,5 %».
Εξάλλου βάσει στοιχείων της ΕΚΤ οι τιμές παραγωγού έχουν αυξηθεί κατά 21,9 % το δωδεκάμηνο μέχρι τον Οκτώβριο 2020 ( y-o-y) που συνιστά την μεγαλύτερη αύξηση εδώ και 20 χρόνια, δηλ. από την δημιουργία του ευρώ. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι βασική αιτία για αυτή την αύξηση ήσαν οι ανατιμήσεις ενεργειακών προϊόντων κατά 62,5 %.
Στρέφοντας την προσοχή προς τον ανατέλλοντα νέο χρόνο οι οικονομολόγοι δείχνουν διχασμένοι ως προς το ποια μπορεί να είναι η πλέον σημαντική απειλή για την οικονομία το 2022. Με τους μισούς να θεωρούν την ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθωρισμού και τους άλλους μισούς να δηλώνουν την επέλαση των νέων μεταλλάξεων του κορωνοϊού. Σε κάθε περίπτωση ο κόσμος του αύριο, και η οικονομία ειδικότερα, ευρίσκεται εν μέσω ισχυρών συμπληγάδων κάτι πρωτόγνωρο ως προς την έκταση και πολυπλοκότητα της κατάστασης. Για αυτό ας ευχηθούμε ότι ο Νέος Χρόνος θα φέρει πλέον χαρμόσυνα νέα και θα αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την (τρωθείσα) εμπιστοσύνη των αγορών ως προς τις ακολουθούμενες πολιτικές από πλευράς κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών.