καθαρά συγκυριακών παραγόντων (λχ. αύξηση προσφοράς LNG, υψηλότερες θερμοκρασίες κα) αλλά είμαστε ακόμα στην καρδιά του χειμώνα. Αυτό σημαίνει ότι η επάρκεια προμήθειας φ. αερίου για όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο θα εξακολουθήσει να αποτελεί κρίσιμο παράγοντα που θα καθορίζει τις ενεργειακές τιμές και θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική πολιτική.
Σε ότι αφορά το νέο χρόνο που τώρα ξεκινά και το τι μέλλει γενέσθαι στον ενεργειακό τομέα θα περιοριστούμε σε δύο απλές παρατηρήσεις αποφεύγοντας τον πειρασμό για μια ενδελεχή ενεργειακή ανάλυση την οποία και θα επιχειρήσουμε εν ευθέτω χρόνο. Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με αυτή την ίδια την προμήθεια φυσικού αερίου σε παγκόσμιο επίπεδο η οποία σύμφωνα με τις προγνώσεις διεθνών οργανισμών θα είναι ασαφώς αυξημένη σε σχέση με το 2020 και το 2021 καθώς θα συνεχίζεται η οικονομική ανάκαμψη στις περισσότερες χώρες και κυρίως σε ΗΠΑ και Ασία ενώ θα επιταχύνεται η αλλαγή (switch) της ηλεκτροπαραγωγής από τον άνθρακα σε φυσικό αέριο. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη για μια ακόμα φορά θα βρεθεί υπό πίεση αφού το LNG θα κατευθύνεται σε πλέον επικερδείς προορισμούς ενώ η Ρωσία, θέλοντας να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερη ασφάλεια στις πωλήσεις της, (και να ξεφύγει από το στείρο ευρωπαϊκό σκηνικό όπου ένας ολοκληρωμένος αγωγός εδώ και 6 μήνες δεν μπορεί να αξιοποιηθεί) θα στραφεί υποχρεωτικά προς την Κίνα (μέσω νέων υπό κατασκευή αγωγών στα ανατολικά της χώρας που θα μεταφέρουν ολοένα και περισσότερο αέριο) και σε μεγαλύτερη παραγωγή LNG.
Η δεύτερη και πλέον ουσιαστική παρατήρηση αφορά το πετρέλαιο, που ξεφεύγει από τα στενά γεωγραφικά όρια που υποχρεωτικά κινείται η αγορά φ. αερίου, αφού λόγω της οικουμενικότητας της τιμής του επηρεάζει ταυτόχρονα όλον τον πλανήτη ενώ, ας μην το ξεχνάμε, αποτελεί την βάση τιμολόγησης μακροπρόθεσμων συμβολαίων φ. αερίου μέσω των oil indexed contracts. Εδώ τα πράγματα ίσως αποδειχθούν λίαν ασταθή και αρκετά εκρηκτικά αφού λόγω της συστηματικής υπό επένδυσης στο Oil & Gas τα τελευταία οκτώ χρόνια, το 2022 ίσως αποτελέσει το έτος θρυαλλίδα με την παγκόσμιο προσφορά να μην μπορέσει να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση που αναμένεται να αγγίξει τα pro Covid επίπεδα των 100 εκατ. βαρ/έτος.
Γιατί παρά τα ευχολόγια και τους ευσεβείς πόθους ορισμένων που δήθεν χαράσσουν ενεργειακή πολιτική είτε σε εθνικό επίπεδο είτε μέσα από διεθνείς οργανισμούς (και συνήθως μπερδεύουν την πολιτική με τον ακτιβισμό) η ζήτηση δεν υποχωρεί με το έτσι θέλω ενώ οι αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες, εκτός Ευρώπης (που δεν αποτελεί πλέον το κέντρο του κόσμου) ικανοποιούνται κυρίως μέσα από το πετρέλαιο και το φ. αέριο.
Εν όψει των ανωτέρω η τιμή του αργού εκτιμάται ότι εντός του 2022 θα εκτοξευθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα (ίσως και άνω των $ 150 το βαρέλι) πριν βρει μια νέα τιμή ισορροπίας σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο πάντως από την τωρινή. Σήμερα, αρχή του έτους και παρά την διάχυτη ανησυχία για τη μετάλλαξη Όμικρον το αργό κινείται στα $ 78 το βαρέλι για το Brent και στα $ 76 για το WTI έχοντας ανατιμηθεί σταθερά κατά $ 5 το βαρέλι το τελευταίο δεκαήμερο. Και ναι μεν μπορεί μια υψηλή τιμή στο αργό (λχ άνω των $ 100 το βαρέλι) να μην εξασκεί ασφυκτικές πείσεις στην παγκόσμιο οικονομία, όπως συνέβαινε πριν 40 χρόνια, όμως λόγω της διασύνδεσης των ενεργειακών αγορών θα επηρεάσει προς τα άνω όλα τα ενεργειακά μεγέθη ενώ αν οι υψηλές ενεργειακές τιμές συνδυαστούν με τις ελλείψεις και αδυναμίες στην παραγωγική αλυσίδα τότε οι επιπτώσεις στην οικονομία ίσως αποδειχθούν ιδιαίτερα οδυνηρές.
Άρα το 2022 το πλέον πιθανό είναι ότι θα βιώσουμε πολύ υψηλές τιμές σε πετρέλαιο, φ.αέριο και ηλεκτρισμό ενώ κάποτε οι επιδοτήσεις θα τελειώσουν.
Με την κυβέρνηση να μην εννοεί να κάνει την αυτονόητη στροφή προς μεγιστοποίηση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας από κάθε δυνατή μορφή (ορυκτά και ΑΠΕ), ας ετοιμαστούμε λοιπόν για δυσκολότερες συνθήκες επιβίωσης και αν μπορούμε (όσοι από εμάς διαθέτουμε τα μέσα) ας υιοθετήσουμε την μόνη σίγουρη οδό, αυτήν της ενεργειακής αυτάρκειας και της αυτοπαραγωγής. Γιατί οι «καιροί ου μενετοί».