Κανονικά δεν θα έπρεπε το πετρέλαιο και το φ. αέριο σε μια χώρα που διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, όχι σε μια αλλά σε πολλές περιοχές της επικράτεια της, να αποτελούν αστάθμητους παράγοντες ικανούς να ανατρέψουν βασικά δεδομένα τόσο στον προϋπολογισμό του κράτος όσο και στους αντίστοιχους οικογενειακούς. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο αφού ενάντια στην κοινή λογική και το εθνικό συμφέρον διαδοχικές κυβερνήσεις δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν την απαραίτητη παραγωγική βάση που θα επέτρεπε στην χώρα να διαχειρίζεται προς όφελος της οικονομίας 

την παραγωγή, τα αποθέματα και τις εξαγωγές του πλέον πολύτιμου αγαθού που διαθέτουμε. Που δεν είναι άλλο από την ενέργεια.

Το 1974/75 στον απόηχο της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης που είχε προηγηθεί το 1973 η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έθεσε ως βασικό στόχο της, και εν μέρει τον επέτυχε, την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φ. αερίου αξιοποιώντας τα κοιτάσματα πετρελαίου που είχαν ανακαλυφθεί το 1971 (επί χούντας των συνταγματαρχών) στο πεδίο της Νότιας Καβάλας ( South Kavala ) και στον Πρίνο αντίστοιχα. Μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα η κοινοπραξία που αναδείχθηκε (the North Aegean Petroleum Company- NAPC) κατάφερε όχι μόνο να εξερευνήσει πλήρως τις γεωλογικές δομές της περιοχής παραχώρησης της αλλά κατασκεύασε και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις ( επένδυση που ξεπέρασε τα $ 600 εκατ.) και ξεκίνησε παραγωγή και από τα δυο κοιτάσματα το 1980. Μέσα σε λίγο διάστημα η παραγωγή έφθασε τα 30,000 βαρέλια (συνυπολογίζοντας και το φ.αέριο) και κινήθηκε σε αυτό το επίπεδο επί σχεδόν μια δεκαετία καλύπτοντας το 1/3 των αναγκών σε αργό πετρέλαιο της χώρας. 

Δυστυχώς η επιτυχία του Πρίνου δεν επαναλήφθηκε υπό το πρόσχημα των Τουρκικών απειλών στο Βόρειο Αιγαίο ( παρά το γεγονός ότι στην παραχώρηση ανατολικά της Θάσου υπάρχει αποδεδειγμένα ένα από τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Μεσογείου), της διαχρονικής πολιτικής κατευνασμού των ελληνικών πολιτικών ελίτ με αποκορύφωμα την κατάργηση της εθνικής εταιρείας ερευνών υδρογονανθράκων, της ΔΕΠ-ΕΚΥ, το 1998 από την κυβέρνηση Κ.Σημίτη. Έτσι πήγαν στράφι οι έρευνες που είχαν ξεκινήσει τότε στην Δυτική Ελλάδα με την συμμετοχή ξένων ειδικευμένων εταιρειών που είχαν υπογράψει, το 1997, μακροπρόθεσμες παραχωρήσεις με το Ελληνικό δημόσιο. Η πλήρης αδιαφορία ως και αρνητική συμπεριφορά των αρμοδίων του τότε Υπουργείου Ανάπτυξης υποχρέωσαν τις εταιρείες να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να μην προχωρήσουν στις προγραμματισμένες γεωτρήσεις. Ένα παρόμοιο σκηνικό ζούμε σήμερα.( αποχώρηση Repsol, Energean και ΕΛΠΕ από παραχωρήσεις στην Δυτική Ελλάδα). 

Σήμερα η Ελλάδα εισάγει το 99,8 % του πετρελαίου που και το 100% του φυσικού αερίου που καταναλώνει με την ενεργειακή της εξάρτηση να είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και να αγγίζει το 78 % ( όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 55%).Σύμφωνα με στοιχεία των αρμοδίων φορέων η κατανάλωση πετρελαίου έφθασε τα 7,2 εκατ. τόνους το 2019( που ισοδυναμεί με 141,000 βαρέλια την ημέρα) και του φυσικού αερίου στα 5,6 δισεκ. κυβ. μέτρα.. Το ίδιο έτος ο λογαριασμός για τις συνολικές εισαγωγές υδρογονανθράκων (δηλ.πετρέλαιο και φ.αέριο) έφθασε τα € 6,0 δισεκ ευρώ. Λόγω των σοβαρών ανατιμήσεων των ενεργειακών πρώτων υλών, κυρίως του φυσικού αερίου, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι ο λογαριασμός για εισαγωγές πετρελαίου το τρέχον έτος ( με μέση τιμή τα $ 62,50 το βαρέλι το 2020 σε σχέση με $ 41,70 το 2020) και φυσικού αερίου (με μέση τιμή το 2021 τα € 55/MWh συγκριτικά με € 15/MWh το 2020)  πρόκειται να φθάσει τα € 8,0 δισεκ. ενώ το 2022 το ποσό αυτό μπορεί να διαμορφωθεί ακόμα και στα € 10,0 δισεκ. Ένας βασικός λόγος για την αύξηση του κόστους προμήθειας του φ. αερίου, πέρα από την υψηλότερη τιμή,είναι και η μεγαλύτερη κατανάλωση που το 2021 εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα € 6.0 δισεκ. (ιστορικό υψηλό). 

Πρόκειται για πολύ σοβαρές αποκλίσεις από την μέχρι πρότινος κατάσταση και αυτό αναπόφευκτα θα έχει αρνητικές συνέπειες στα δημόσια οικονομικά αφού αίφνης εκτινάζει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών σε πρωτόγνωρα επίπεδα ενώ ήδη επηρεάζει τον τιμάριθμο, που έχει αυξηθεί σχεδόν στο 5,0% ,προκαλώντας απανωτές ανατιμήσεις στην παραγωγική αλυσίδα. Παράλληλα επιβαρύνονται αντίστοιχα οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί με αρνητικές επιπτώσεις στη ανάπτυξη αφού το κύμα ακρίβειας, με βασική αφορμή την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, υποχρεώνει τους πολίτες σε οικονομίες και μείωση της κατανάλωσης εν γένει. Έχει υπολογισθεί ότι το επιπλέον καθαρό κόστος που θα επιβαρυνθούν οι καταναλωτές (οικιακοί και επιχειρήσεις) για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο που θα καταναλώσουν τους κρύους μήνες του 2021/2022 θα ξεπεράσει τα € 6,0 δισεκ., δηλαδή πολύ περισσότερο από τα € 3,0 δισεκ. σε επιδοτήσεις που σχεδιάζει να πληρώσει η κυβέρνηση συνολικά μέχρι τέλη Απριλίου 2022.( εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του έτους θα έχει εκταμιεύσει περί τα €1,3 δισεκ.). 

Δυστυχώς, όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις έχουν υπό εκτιμήσει συστηματικά τον καθοριστικό παράγοντα της ενέργειας και του ενεργειακού κόστους γενικότερα ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής πολιτικής σε μια χώρα που εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές. Ιδιαίτερα χτυπητό είναι το παράδειγμα της βιομηχανίας η παραγωγή της οποίας έχει υποχωρήσει αισθητά τα τελευταία χρόνια αφού αδυνατεί να ανταγωνισθεί παραγωγικές μονάδες σε Ευρώπη και Ασία όπου χάρις στην πολιτική των κυβερνήσεων τους απολαμβάνουν κατά πολύ χαμηλότερες τιμές. 

Από την μια πλευρά η ψευδαίσθηση που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση ότι όλα τα αγαθά είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα ( και μάλιστα με ελεγχόμενο κόστος) και άρα παρέλκει η εγχώρια παραγωγή τους, και από την άλλη το έωλο επιχείρημα περί τουριστικής Ελλάδας που οφείλει δήθεν να προστατεύσει το περιβάλλον της (κλείνοντας τα μάτια μας στην τεράστια οικολογική καταστροφή που έχουμε ήδη επιφέρει με την απερίσκεπτη αστικοποίηση και άτακτη και κακόγουστη οικοδόμηση πανταχόθεν) έχουν κυριολεκτικά τυφλώσει τις ηγεσίες που αρνούνται να συνειδητοποιήσουν την κεφαλαιώδη σημασία της εγχώριας παραγωγής ενέργειας. Σύμφωνα με την υπεραπλουστευμένη λογική τους η χώρα μας πρέπει να παύσει να ασχολείται με την βελτίωση του παραγωγικού της ιστού καθότι δεν έχει άμεσα και υψηλά οικονομικά οφέλη ( σε αντίθεση λχ με τον τουρισμό ή το λιανικό εμπόριο κα.). 

Με δεδομένο οτι το 75% του ενεργειακού ισοζυγίου αντιστοιχεί σε υδρογονάνθρακες είναι ξεκάθαρο ότι εάν πράγματι επιθυμούμε μείωση του ενεργειακού κόστους και βελτίωση της ενεργειακής ασφαλείας θα πρέπει να στραφούμε στην εγχώρια παραγωγή και να σταματήσουμε να τρέφουμε φρούδες ελπίδες περί ενεργειακής αυτάρκειας μέσω των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον στόχο μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αλλά είναι απόλυτα σαφές ότι αυτές δεν πρόκειται μα μας εξασφαλίσουν χαμηλές τιμές και στρατηγική αυτονομία τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.

(αναδημοσίευση από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 03/01/2022)