Καθώς ο κόσμος πορεύεται, με το χρονικό ορόσημο του νέου έτους ακριβώς μπροστά του, η παραδοσιακή αβεβαιότητα για το μέλλον βρίσκει για σύμμαχο την μοναδικότητα της συγκυρίας. Λογικό. Ζούμε εκ νέου εποχές πανδημίας(μετά εκείνες του 1918, του 1957 και του 1968).  Ζούμε εκ νέου εποχές ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού(μετά την πετρελαϊκή κρίση  του 1973 και την χαμένη δεκαετία, του στασιμοπληθωρισμού, που ακολούθησε). Τελικά, το μόνο

που λείπει στην Δύση, για να αισθανθεί, ότι βιώνει μια καρμική αντιστροφή της τύχης είναι η εμπειρία ενός νέου πολέμου και δεν εννοώ μακρινές μεμονωμένες εμπλοκές, τις οποίες παρακολουθούμε από την ασφάλεια της τηλεόρασης αλλά έναν γνήσιο πόλεμο της πυρηνικής εποχής.

Δεν είναι φυσικά εύκολο, όμως ζούμε πράγματι εποχές αμφισβήτησης της «pax atomica» και αυτό φαίνεται από την εγκατάλειψη του παράπλευρου δόγματος της «στρατηγική ασάφειας» από τις υπερδυνάμεις. Και αυτό, γιατί, για πρώτη φορά μετά την πτώση του κομμουνισμού, διατυπώνονται ανοιχτά μεταξύ τους «αιτίες πολέμου». Με το ένα casus belli, να αφορά την Ουκρανία και να εμπλέκει Ρωσία και Η.Π.Α.  Και με το άλλο  casus belli, να αφορά την Ταϊβάν και να εμπλέκει Κίνα και Η.Π.Α. - και με αυτό το δεύτερο, να είναι κατά πολύ σοβαρότερο από το πρώτο.

Γιατί, ενώ λίγοι αμφιβάλλουν, ότι ο κ. Putin έχει και την πολιτική βούληση και την στρατιωτική ισχύ, να εισβάλλει στην Ουκρανία και να δημιουργήσει και νέα τετελεσμένα μετά την Κριμαία(εκμεταλλευόμενος μια αφορμή, που θα του επιτρέψει, να υποδυθεί τον αμυνόμενο), υπάρχει μια εξίσου διάχυτη πεποίθηση, ότι, εάν αυτό συμβεί, η Δύση δεν θα φτάσει σε πόλεμο με την Ρωσία. Αυτό φάνηκε μετά την πρόσφατη  «εξαιρετικά δύσκολη»(όπως χαρακτηρίστηκε) τηλε-συνάντηση Putin-Biden, στην οποία ο κ. Biden, προειδοποίησε  τον κ. Putin για «άνευ προηγουμένου» οικονομικές κυρώσεις, σε περίπτωση, που απειλήσει εκ νέου εμπράκτως την Ουκρανία – αλλά όχι κάτι παραπάνω. Με άλλα λόγια, ενώ, για τον κ. Putin η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί «αιτία πολέμου», δεν ισχύει το ίδιο για τις Η.Π.Α. για μια εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Και είναι αυτή η ανισορροπία των εκατέρωθεν στάσεων σε συνδυασμό με την εγγενή δυσχέρεια ενός πολέμου με την Ρωσία(πολιτική και επιχειρησιακή) δίπλα στην μονίμως φοβική και στρατιωτικά ανύπαρκτη Ευρώπη, που καθιστά την κλιμάκωση μιας τέτοιας κρίσης σε γνήσια παγκόσμια σύγκρουση μάλλον απίθανη. Άλλωστε, ο κ. Putin όντως αντιλαμβάνεται την Ουκρανία, ως ένα ζήτημα στρατηγικής άμυνας  - εδώ δεν έχουμε έναν νέο Χίτλερ, που βλέπει την Ουκρανία ως μια νέα Τσεχοσλοβακία, ένα πιόνι σε μια ευρύτερη γεωστρατηγική παρτίδα.  Αν όμως αυτό ισχύει για την Ρωσία, ως προς την Ουκρανία, ουδόλως ισχύει για την Κίνα, ως προς την Ταϊβάν. Εδώ οι κίνδυνοι μιας παγκόσμιας σύγκρουσης είναι πραγματικοί.

Και αυτή η ποιοτική διαφορά γίνεται αντιληπτή τόσο στην στάση των Η.Π.Α. όσο και της Κίνας. Γιατί βέβαια εδώ το casus belli είναι δυτικό – αν η Κίνα εισβάλλει  στην Ταϊβάν, τότε η Δύση(οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην Ασία) θα υπερασπισθούν την Ταϊβάν. Μάλιστα, ο κ. Biden υπήρξε αρκετά σαφής, ήδη από την αρχή της θητείας του, κάνοντας σαφή παραλληλισμό με το ΝΑΤΟ: «Έχουμε μια ιερή δέσμευση με το άρθρο 5, ότι, εάν κάποιος επιτεθεί… θα ανταποδώσουμε. Το ίδιο ισχύει και με την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα και  την Ταϊβάν». Και μπορεί η επίσημη αμερικανική διπλωματία, να προσπάθησε, να ρίξει τους τόνους, όμως, το γεγονός, ότι οι αμερικανικές προθέσεις υπερβαίνουν την απλή ρητορική φαίνεται και από την νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας, την οποία επέλεξαν, να προωθήσουν, με την συμφωνία AUKUS και με την ανομολόγητη φιλοδοξία, να συμπαρασύρουν στο μέλλον σε αυτήν, εκτός από Βρετανία, Αυστραλία και τους συμμάχους τους στην Ασία και τον στρατηγικό γίγαντα που λέγεται Ινδία, σε μια κίνηση περικύκλωσης της Κίνας. Όσο για την Ταϊβάν, αυτή δεν είναι απλώς μια δυτική δημοκρατία, που αμύνεται απέναντι στον κομμουνιστικό γίγαντα, που την επιβουλεύεται αλλά και μια χώρα-κλειδί στην παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών, δηλαδή η υπεράσπιση της Ταϊβάν εκτός από γεωστρατηγικό και ιδεολογικό έχει και ζωτικό οικονομικό ενδιαφέρον για την Δύση. Ενώ φυσικά υπάρχει και η αντίρροπη αδιαπραγμάτευτη στάση της Κίνας.

Η οποία, όχι απλώς θεωρεί την Ταϊβάν εθνικό έδαφος, που έχει στασιάσει αλλά(αντίθετα με την Ρωσία), αντιλαμβάνεται γενικότερα την Ασία, ως περιοχή δικαιωματικής της ηγεσίας και υπερεξοπλίζεται μάλιστα, με επίσημο εθνικό στόχο, να ασκήσει έμπρακτα την ηγεσία αυτή -  και πώς άραγε θα το κατορθώσει, εάν δεν ενσωματώσει πρώτα την χώρα, την οποία θεωρεί, ως επαρχία, που έχει στασιάσει; Μάλιστα πριν μερικούς μήνες, σε κατάθεσή  του στην γερουσία των ΗΠΑ, ο  μέχρι πρότινος διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή Ναύαρχος Philip Davidson, προκάλεσε αίσθηση, λέγοντας, ότι η Κίνα πράγματι θα εισβάλλει στην Ταϊβάν μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, προκαλώντας μια ανεξέλεγκτη, όπως είπα, παγκόσμια αλυσιδωτή αντίδραση. Αν όντως αυτό ισχύει, τότε η Κίνα, για την οποία και με βάση το παραδοσιακά της ημερολόγιο, το έτος 2022 είναι το «έτος της τίγρης», θα συνεχίσει, για χρόνια ακόμα, να βρυχάται και  ο κόσμος, θα πρέπει εφεξής, να συνηθίσει στην ιδέα, ότι θα έχει και για κάτι παραπάνω «κινεζικό», να ανησυχεί, εκτός από τον ήδη διάσημο «κινεζικό ιό».

*(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")