Πλήρης αποκατάστασις των σχέσεων της Τουρκίας με ΗΠΑ και Ισραήλ – Γιατί σπεύδει ο Πούτιν στην Άγκυρα – Φλερτ και Αρμενίας με τον σουλτάνο

Δεν είναι μόνον τα αντιαρματικά που έστειλαν στην Ουκρανία οι ΗΠΑ. Είναι κυρίως τα μη επανδρωμένα αεροχήματα του Ερντογάν, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν παράγοντες αλλαγής των όρων του παιγνιδιού

Πράγματι τα τουρκικά drones έχουν αρχίσει να φθάνουν στην Ουκρανία, ενδεχομένως και άλλα οπλικά συστήματα. Είναι αυτά τα όπλα που κάνουν την Ουκρανία να πιστεύει ότι έχει στα χέρια της κάποιους πολλαπλασιαστές δυνάμεως. Ότι μπορεί να τα αξιοποιήσει για να «κρατήσει» τις θέσεις της, μέχρις ότου φθάσει και άλλη βοήθεια από τους δυτικούς.

Προφανώς και η Ουάσιγκτων είναι ενθουσιασμένη με αυτήν την εξέλιξη, κάτι που αποτυπώνεται στον τρόπο με τον ομιλεί για τον Ερντογάν η αρμοδία για την περιοχή υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτώρια Νούλαντ. Κυριολεκτικώς τον «δοξάζει». Και δεν είναι για την κ. Νούλαντ άγνωστα τα ζητήματα και τα προβλήματα της περιοχής. Υπήρξε από το 2013 μέχρι το 2017 αρμοδία υφυπουργός για την ανατολική Ευρώπη και την Ευρασία. Είχε μάλιστα συνεργασθεί στενά με τον Τζέφρυ Πάυατ, ο οποίος ήταν πρέσβυς στο Κίεβο την εποχή που η «πορτοκαλί επανάστασις» ανέτρεψε τα δεδομένα και εξετόπισε τα ενεργούμενα της Μόσχας που μέχρι τότε κυβερνούσαν την Ουκρανία.  

Η στάσις αυτή της Αμερικανίδος υφυπουργού δεικνύει την επαναπροσέγγιση των ΗΠΑ με την Τουρκία. Αρχίζει δηλαδή μια διαδικασία συσφίξεως των σχέσεων της Ουάσιγκτων με την Άγκυρα, όπως ακριβώς επιδιώκει ο Ερντογάν όλο το τελευταίο διάστημα. Η Ουκρανία του έδωσε την ευκαιρία που αναζητούσε προκειμένου να επανέλθει σε τροχιά συμφιλιώσεως με τις ΗΠΑ. Αντελήφθη εγκαίρως ότι οι Αμερικανοί έχουν ανάγκη την Τουρκία στο μέτωπο της Ουκρανίας. Και ενώ μέχρι τώρα έπαιζε το φιλορωσσικό «χαρτί» κυρίως όσον αφορά στην Συρία, τώρα αντέστρεψε τα πράγματα και όσον αφορά στην Ουκρανία η πολιτική του γίνεται απολύτως φιλοδυτική. Την ίδια στιγμή δε, είναι σε εξέλιξη η νέα προσέγγισις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Η επικειμένη επίσκεψις του Προέδρου Ισαάκ Χέρτσοκ είναι το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Αθήνα σε αυτήν την φάση, κινδυνεύει να ευρεθεί προ μιας εξαιρετικώς δυσμενούς καταστάσεως, καθώς είχε επενδύσει στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις θεωρώντας δεδομένο ότι σταδιακώς η Τουρκία θα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τους δυτικούς θεσμούς αμύνης και ασφαλείας. Τώρα ευρίσκεται προ μιας ολοκληρωτικής ανατροπής των δεδομένων.

Το χειρότερο είναι πως ο Ερντογάν αποδεικνύεται εξαιρετικώς επιτήδειος στην χειρισμό αυτών των ζητημάτων καθώς επαναπροσεγγίζει μεν την Δύση, δεν αποξενώνεται όμως από την Μόσχα. Ανεκοινώθη ότι ο Ρώσσος Πρόεδρος Βλαντιμήρ Πούτιν αποδέχτηκε την πρόσκληση του Ερντογάν να επισκεφθεί την Τουρκία. Το επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκώφ. Μπορεί οι ημερομηνίες να μην έχουν ακόμη προσδιορισθεί αλλά αυτό θα γίνει όταν «η κατάστασις της πανδημίας και τα χρονοδιαγράμματα των δύο ηγετών το επιτρέψουν».

Ο Πεσκώφ εσημείωσε ότι λόγω της πανδημίας υπήρξε «μια παύσις» των συνεδριάσεων της διακυβερνητικής επιτροπής και του Συμβουλίου Συνεργασίας Υψηλού Επιπέδου Τουρκίας-Ρωσσίας, του οποίου ηγούνται οι δύο πρόεδροι, όμως αφού το θέμα συζητήθηκε πολλές φορές στις πρόσφατες επαφές ο Ερντογάν είπε ότι ήταν έτοιμος να φιλοξενήσει όλες αυτές τις δράσεις στην Τουρκία. Πρέπει μάλιστα να τονισθεί ότι ανακοινώνοντας την πρόσκληση του Πούτιν στην Άγκυρα, ο Τούρκος Πρόεδρος είπε ότι στην Άγκυρα θα προσπαθήσουν να βρουν λύση στο πρόβλημα της Ουκρανίας.

Και το τουρκικό άνοιγμα δεν τελειώνει εδώ. Διατηρώντας το Αζερμπαϊτζάν υπό σφικτό εναγκαλισμό, η Άγκυρα προσβλέπει σε ανάπτυξη επιρροών και προς την Αρμενία. Το διπλωματικό φόρουμ για τα ζητήματα της περιοχής, που πρόκειται να γίνει στην Αττάλεια αποτελεί ευκαιρία επισημοποιήσεως των κινήσεων προσεγγίσεως που κάνει το Ερεβάν. Το κατέστησε σαφές, ο Πρωθυπουργός Πασινυάν, ο οποίος εδήλωσε ότι η Αρμενία επιθυμεί ειλικρινά να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Τουρκία, ώστε να αποκατασταθούν οι μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις και να ανοίξει τα σύνορά της. Ίσως αυτές οι κινήσεις να οδήγησαν σε παραίτηση τον Πρόεδρο Σαρκισυάν, ο οποίος διεπίστωσε την θεσμική αδυναμία του να αποτρέψει αυτές τις εξελίξεις.