Η Βιομηχανία Αντιμέτωπη με την Πρόκληση της Πράσινης Μετάβασης

Η Βιομηχανία Αντιμέτωπη με την Πρόκληση της Πράσινης Μετάβασης
Του Αντώνη Κοντολέοντος*
Τρι, 22 Φεβρουαρίου 2022 - 09:41

Ο εν γένει ελλιπής σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά, με τις επιπτώσεις που θα έχουν  οι ευρωπαϊκές οικονομίες στην διάρκεια της πράσινης μετάβασης,  έχει ή όχι  συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στη σημερινή ενεργειακή κρίση; Το ερώτημα κατά την άποψη μας είναι βάσιμο. Η απότομη εκτόξευση των τιμών του φ.α  σίγουρα σχετίζεται με το γεγονός ότι αναμένεται αύξηση της ζήτησης σε φ.α στο προσεχές μέλλον αλλά και στο ότι οι τιμές

προμήθειας του φ.α διαμορφώνονται πλέον στα χρηματιστήρια και όχι όπως ίσχυε στο πρόσφατο παρελθόν βάσει των μακροχρόνιων συμβάσεων που βασίζονταν στις τιμές των πετρελαιοειδών με βάθος εξαμήνου.  

Αντίστοιχη εξέλιξη βιώνουμε και με την εκτόξευση των χρηματιστηριακών τιμών των δικαιωμάτων CO2, οι οποίες σήμερα είναι στα 90 Ευρώ/MWH, τριπλάσιες από εκείνες στην αρχή του 2021. Η αύξηση αυτή είναι αποτέλεσμα των αυστηρών στόχων και  της εν γένει διαχείρισης από την Επιτροπή της πράσινης μετάβασης.

Στο ίδιο πλαίσιο η  Ευρωπαϊκή Επιτροπή όφειλε να προβλέψει ενόψει της αύξησης της ζήτησης στο φ.α και να λάβει πρόνοια αύξησης και αλλαγής του τρόπου διαχείρισης των αποθηκευτικών χώρων φ.α στην Ευρώπη, τους οποίους σήμερα διαχειρίζονται οι προμηθευτές, όπως η Gazprom.

Η αύξηση των τιμών του φ.α έχει σαν αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς το ισχύον μοντέλο αγοράς προβλέπει ότι η τιμή καθορίζεται από την οριακή μονάδα, που προφανώς είναι οι μονάδες παραγωγής  με φ.α.

Η ταχεία αύξηση της πράσινης ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στη διάρκεια της πράσινης μετάβασης θα ρίξει τις τιμές για τον καταναλωτή ναι ή όχι; 

Κρίσιμο ερώτημα σίγουρα ιδιαίτερα  για χώρες όπως η δική μας, οι οποίες έχουν επιλέξει το φ.α σαν το «καθαρό» καύσιμο μετάβασης για την  ηλεκτροπαραγωγή. Μάλιστα στη χώρα μας το 2021, στο πλαίσιο της πρόωρης απολιγνιτοποίησης που έχει αποφασιστεί, παρατηρείται αύξηση πάνω από 30% στην κατανάλωση του φ.α για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παρά την εκτόξευση των τιμών του φ.α, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη όπου παρατηρείται μείωση της τάξης έως και 40% και επιστροφή στη λειτουργία των ανθρακικών και λιγνιτικών σταθμών.

Με απλά λόγια ο Έλληνας καταναλωτής δεν θα δεί τις τιμές που πληρώνει για ρεύμα να μειώνονται λόγω της αναμενόμενης σημαντικής αύξησης της παραγωγής των ΑΠΕ, εκτός και εάν αποφασιστούν διαθρωτικές αλλαγές στο ισχύον μοντέλο αγοράς.     

Βέβαια στις Βόρειες χώρες μέσω των χονδρεμπορικών αγορών διακινείται μόνο το 20%-30% της συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα  η αρνητική επίπτωση στα βιομηχανικά τιμολόγια λόγω της αύξησης της τιμής του φ.α να είναι περιορισμένη, στο βαθμό μάλιστα που η κύρια πρακτική των μεγάλων βιομηχανιών στην Ευρώπη είναι να κλείνουν μακροχρόνιες συμβάσεις με σταθερές τιμές για το 60-70% των αναγκών τους μέσω διμερών συμβολαίων. Κάτι που είναι αδύνατο στην ελληνική αγορά.

Η ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς δεν επιτρέπει την εμφάνιση του παραμικρού ανταγωνισμού στην αγορά. Επιπλέον οι καθετοποιημένοι παραγωγοί με φ.α είναι πλέον αδιάφοροι για τις τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρεμπορική αγορά, καθώς ως προμηθευτές έχουν μεταφέρει στους πελάτες τους 100% του ρίσκου των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς.

Στη χώρα μας στο πλαίσιο του target model σχεδιάστηκε η νέα αγορά κατά τις επιταγές του εδραιωμένου ολιγοπωλίου. Η δε  σημερινή λειτουργία της σε τίποτα δεν θυμίζει λειτουργία ευνομούμενης ευρωπαϊκής αγοράς.

Στην ουσία με ευθύνη και τoυ χρηματιστηρίου ενέργειας η αγορά παραμένει υποχρεωτική, ήτοι είναι αδύνατη η σύναψη διμερών συμβολαίων μέσω των οποίων οι βιομηχανίες και οι μικροί προμηθευτές να μπορέσουν να αντισταθμίσουν τον όποιο κίνδυνο μεταβολής των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά στο άμεσο μέλλον.

Συμπερασματικά το ολιγοπώλιο στη χώρα μας μετέφερε όλες τις επιπτώσεις της κρίσης στις πλάτες του καταναλωτή, διαμορφώνοντας τις πιο υψηλές τιμές στην αγορά σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να ξεχάσουμε την εκτόξευση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης, τις τιμές της οποίας όποτε θελήσουν μπορούν να χειραγωγήσουν σε όποιο επίπεδο τιμών θέλουν. Διαφημίζουν περήφανοι ότι παρά την κρίση έχουν κέρδη!

Πολύ ορθά η ελληνική κυβέρνηση παίρνει μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις. Δεν πρέπει όμως οι  ελληνικές επιχειρήσεις να εφησυχάσουν.  Τα προβλήματα και οι χρόνιες δομικές στρεβλώσεις της αγοράς δεν λύνονται με βραχυπρόθεσμες επιδοτήσεις. Η κρίση έχει διάρκεια και θα επαναληφθεί.

Προβάλλεται ως μοναδική λύση για τις βιομηχανίες η σύναψη διμερών συμβάσεων με παραγωγούς ΑΠΕ διάρκειας 10-15 ετών, χωρίς όμως να έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να τις καθιστούν win-win και για τα δύο μέρη.

Η διατήρηση διαγωνισμών με σταθερές ταρίφες έως το 2025 για παραγωγούς ΑΠΕ και οι πολύ υψηλές τιμές στην αγορά διαμορφώνουν ένα κλίμα σημαντικά υψηλών τιμών για τα πράσινα PPA, παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια των ΡΡΑ 10-15 ετών και παραγνωρίζοντας τον υπαρκτό κίνδυνο εμφάνισης μηδενικών τιμών στην χονδρεμπορική αγορά  για πολλές ώρες στη διάρκεια της πράσινης μετάβασης.

Παράλληλα παρατηρούμε μια σημαντική καθυστέρηση από πλευράς κυβέρνησης στην προώθηση μηχανισμών μείωσης των ρυθμιζόμενων χρεώσεων στο πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει οι Κατευθυντήριες Γραμμές για κρατικές ενισχύσεις, όπως η μείωση των ΥΚΩ και η Αντιστάθμιση της επιβάρυνσης από το κόστος CO2.

Ενώ αντίθετα προωθούνται πλήθος μηχανισμών κρατικών ενισχύσεων για νέες τεχνολογίες αποθήκευσης, υβριδικών σταθμών ΑΠΕ, μηχανισμού αποζημίωσης επάρκειας ισχύος (τα γνωστά ΑΔΙ) , χρεώσεις που θα επιβαρύνουν τον καταναλωτή.

Σε αυτό το διαμορφούμενο πλαίσιο είναι ουτοπία να πιστέψει κάποιος ότι μπορεί να γίνει ανάπτυξη της βιομηχανίας της χώρας, αντίθετα υπάρχει ορατός κίνδυνος  για τίτλους τέλους για πολλές από τις  βιομηχανίες στη χώρα μας.

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η πράσινη μετάβαση έχει κόστος, το οποίο όμως πρέπει να μοιραστεί  μεταξύ όλων των παικτών στην αγορά.  Τι πρέπει να γίνει?  Είναι απολύτως αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα:

Η παραγωγή από τεχνολογίες μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, υψηλού κόστους επένδυσης και χαμηλού κόστους λειτουργίας να διατίθεται μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων που θα συνάπτουν οι παραγωγοί με  βιομηχανίες έντασης ενέργειας. Στη δε χονδρεμπορική αγορά να διαπραγματεύονται μόνο οι ευέλικτες τεχνολογίες με αποτύπωμα άνθρακα, μικρού κόστους επένδυσης αλλά υψηλού κόστους λειτουργίας.

             

* Λίγα λόγια για τον  κ. Αντώνη Κοντολέων πρόεδρο του ΔΣ  της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας

Σπουδές: Πτυχιούχος Mηχανολόγος- Ηλεκτρολόγος ΕΜΠ, 1979.

Επαγγελματικές Δραστηριότητες (από 1982 – σήμερα):

- ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ (1982-2011) , σε διάφορες διευθυντικές θέσεις μεταξύ των οποίων  Δ/ντής  Νέων έργων  (1989-2008) , και   Δ/ντής  Ενέργειας  (2006-2011)

- Μέλος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ (2010-2019)

- Πρόεδρος ΔΣ ΕΒΙΚΕΝ 2020

- ΒΙΟΧΑΛΚΟ - Σύμβουλος Ενέργειας (2012- σήμερα)

 

Το άρθρο του δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 20 Φεβρουαρίου 2022