Καθώς οι Ρωσικές μεραρχίες προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα στα ενδότερα της Ουκρανίας με απώτερο στόχο τον πλήρη έλεγχο της χώρας και την αλλαγή καθεστώτος στο Κίεβο, εντείνονται οι ανησυχίες για τις ευρύτερες επιπτώσεις από την σημερινή πολεμική ρήξη στην οικονομία και ιδιαίτερα στην ευρωζώνη. Ναι μεν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά την έκτακτη σύσκεψη του στις Βρυξέλλες την Πέμπτη το βράδυ (24/2) στις κυρώσεις που αποφάσισε κατά της Ρωσίας δεν συμπεριέλαβε την αποκοπή των ρωσικών τραπεζών από το σύστημα ενδοτραπεζικών συναλλαγών swift- αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε 

 αυτομάτως τον τερματισμό προμήθειας ρωσικού αερίου προς τα ευρωπαϊκά κράτη- πλην όμως επέβαλε πακέτο αυστηρών οικονομικών κυρώσεων με στόχο να πληγεί καίρια η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας.

Σε τι βαθμό οι ανακοινωθείσες ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυρώσεις θα πλήξουν την ρωσική οικονομία δεν μπορούμε ακόμα να εκτιμήσουμε με ακρίβεια. Ασφαλώς και θα υπάρξουν επιπτώσεις στην δυνατότητα πολλών επιχειρήσεων, ιδίως του ενεργειακού τομέα, να εξελιχθούν τεχνολογικά και να αυξήσουν την παραγωγή τους αφού ένα σοβαρό μέρος της τεχνολογίας που χρησιμοποιούν εισάγεται από δυτικές χώρες που πλέον δεν θα μπορούν να συναλλάσσονται ελεύθερα με την Ρωσία. Όμως πλέον δυσμενείς φαίνεται ότι θα είναι οι επιπτώσεις για τις ίδιες τις ευρωπαϊκές χώρες ως αποτέλεσμα των αρνητικών επιπτώσεων που έχει η σημερινή Ρώσο-Ουκρανική διένεξη στις ενεργειακές τιμές.

Με το που ανακοινώθηκε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι μεν τιμές του αργού πετρελαίου στο ICE του Λονδίνου εκτινάχθηκαν κατά $ 7,0 το βαρέλι και έφθασαν τα $105,0 το βαρέλι για την ποικιλία Brent, το διεθνές benchmark, το δε φυσικό αέριο ( για το μηνιαίο συμβόλαιο Μαρτίου) ανατιμήθηκε κατά 62% φθάνοντας την ίδια ημέρα τα € 130 / MWh στο TTF της Ολλανδίας, που αποτελεί το σημείο αναφοράς για τις ευρωπαϊκές τιμές φ. αερίου. Σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα κινήθηκαν και οι τιμές spot στην αγορά LNG όπου φορτία με κατεύθυνση ευρωπαϊκά τέρμιναλ άλλαζαν χέρια στα $ 37/ MMBtu καταγράφοντας μια αύξηση + 28% σε σύγκριση με τις τιμές της Τρίτης (23/2) Όλες οι ανωτέρω τιμές για πετρέλαιο και φυσικό αέριο υποχώρησαν αισθητά εχθές με το Brent να κινείται λίγο κάτω από τα $ 100 το βαρέλι και το αέριο στα € 110,0/MWh.

Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν στην εκτίμηση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει γρήγορη αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών ακόμα και εάν οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία τερματιστούν στις αμέσως επόμενες ημέρες. Στην περίπτωση του πετρελαίου η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην ανάλυση των θεμελιωδών της αγοράς σύμφωνα με την οποία η επικρατούσα ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και παραγωγής σε διεθνές επίπεδο, ευθύνεται κυρίως για τη διατήρηση των ανοδικών τάσεων οι οποίες σε αυτή την φάση δεν επηρεάζονται τόσο άμεσα από γεωπολιτικούς παράγοντες. Σε ότι αφορά όμως το φυσικό αέριο οι γεωπολιτικοί παράγοντες λόγω Ουκρανίας επηρεάζουν πολύ ποιο άμεσα τις τιμές στην Ευρώπη λόγω της μεγάλης εξάρτησης της από εισαγωγές Ρωσικού αερίου οι οποίες καλύπτουν περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης.

Είναι δε το μέγεθος αυτής της εξάρτησης που δεν επιτρέπει στην ΕΕ την λήψη πλέον αυστηρών μέτρων κατά της Ρωσίας (λχ εκπαραθύρωση από το swift) και υπό αυτή την έννοια η Ευρώπη είναι δέσμια της Ρωσίας. Είναι απορίας άξιον ότι παρά την σημαντική αυτή γεωπολιτική εξάρτηση η ακολουθούμενη σήμερα ενεργειακή πολιτική της ΕΕ δεν ευνοεί την ανάπτυξη εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπό την έωλη δικαιολογία και τον ουτοπικό στόχο περί κλιματικής ουδετερότητας το 2050!

Όμως οι προβλεπόμενες να ισχύσουν καθ´όλην την διάρκεια του τρέχοντος έτους υψηλές τιμές σε πετρέλαιο και ιδίως στο φυσικό αέριο θα έχουν ως αποτέλεσμα και την διατήρηση των τιμών ηλεκτρισμού σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα αφού το ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα κυριαρχείται από το φυσικό αέριο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στην περίπτωση της Ελλάδας το φ. αέριο καλύπτει σταθερά το 40-45 %, με το υπόλοιπο να συνεισφέρεται από λιγνίτες, υδροηλεκτρικά, ΑΠΕ αλλά και άφθονες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τις γειτονικές χώρες.

Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times, το οποίο βασίστηκε στις απόψεις κορυφαίων οικονομολόγων σε διάφορες ευρωπαϊκές τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς οίκους, η αισιοδοξία που επικρατούσε μέχρι πρότινος για την μετά Covid οικονομική ανάκαμψη έχει εξανεμισθεί υπό το βάρος της Ρώσο-Ουκρανικής κρίσης και την διαμόρφωση των ενεργειακών τιμών σε υψηλά επίπεδα με άμεση επίπτωση την διατήρηση η και ενίσχυση πληθωριστικών πιέσεων. Υπό αυτή την έννοια ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, που σήμερα τρέχει στο 5,1 % (και 5,6% στην ΕΕ), δεν προβλέπεται να υποχωρήσει αλλά απεναντίας να ανέβει με ορισμένους να κάνουν λόγο για αύξηση ακόμα και στο επίπεδο τοτ 8,0%. Σύμφωνα μάλιστα με μια εκτίμηση σε περίπτωση μείωσης των παραδόσεων ποσοτήτων Ρωσικού φυσικού αερίου κατά 10% - κάτι εξαιρετικά πιθανό- τότε θα πληγεί το ευρωπαϊκό ΑΕΠ κατά 0.7 %. Με τις χώρες που έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση σε φ. αέριο και ηλεκτρισμό, κυρίως αυτές που διαθέτουν εκτενή βιομηχανικό τομέα, να πλήττονται περισσότερο. Αλλά και η ΕΚΤ προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση λόγω των υψηλών ενεργειακών τιμών ενέργειας το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα μειωθεί κατά 0,2 % το 2022.

 

Τέλος, υπάρχουν συγκλίνουσες πληροφορίες ότι οι οικονομικές επιπτώσεις από την Ρωσο-Ουκρανική κρίση θα επηρεάσουν αρκετά την οικονομία τόσο λόγω των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Μόσχα όσο και λόγω του κλίματος υψηλών ενεργειακών τιμών που θα τείνει να εμπεδωθεί στην ευρωζώνη και γενικότερα στην Ευρώπη. Ενδεικτική είναι η τελευταία ανακοίνωση της Eurostat βάσει της οποίας οι μέσες τιμές ενέργειας στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 27% τον Ιανουάριο 2020 (τον ονομάζουν ενεργειακό πληθωρισμό).