Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζo Μπάιντεν την περασμένη Παρασκευή (25/3) υποσχέθηκε επιπλέον ποσότητες LNG στην ευημερούσα (ακόμα) Ευρωπαϊκή Ένωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όμως αυτή η κίνηση μάλλον ως χειρονομία φιλοφρόνησης μπορεί να εκληφθεί παρά ως μια ουσιαστική βοήθεια στην ενεργειακά εγκλωβισμένη Ευρώπη

Με το 70% της ευρωπαϊκής ενέργειας να βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα (βλέπε γράφημα) και το μεγαλύτερο μέρος από αυτά να προέρχεται από εισαγωγές (βλέπε πίνακα Energy Dependensy) και μάλιστα με μακροπρόθεσμες συμφωνίες παράδοσης φυσικών προϊόντων, η ΕΕ αδυνατεί σήμερα να διαφοροποιήσει εύκολα την ενεργειακή της προμήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση από τις εισαγωγές Ρωσικού φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα.

Και ναι μεν το πετρέλαιο και o άνθρακας θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με εισαγωγές από άλλες χώρες σε βάθος 12 μηνών όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση του φυσικού αερίου όπου τα τελευταία 50 και κάτι χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο πλέγμα αγωγών, αποθηκευτικών χωρών, συμπιεστών και σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού προσανατολισμένο ανατολικά. Δηλαδή στο αέριο που ρέει από την Ρωσία προς την Ευρώπη. Η αποκοπή από αυτό το σύστημα δεν θα είναι εύκολη υπόθεση τόσο από την άποψη κατασκευής νέων υποδομών που θα χρειασθούν όσο και από την πλευρά των τεράστιων επενδύσεων που το όλο εγχείρημα συνεπάγεται. Και ίσως τελικά να μην καταστεί δυνατή η απόλυτη αποκοπή από την ρωσική ενέργεια.

 

Το ενεργειακό δράμα της σημερινής Ευρώπης συνοψίζεται στην αντίφαση που υπάρχει, και γίνεται αντιληπτή σε κάθε ευκαιρία,( πχ βλέπε το πρόγραμμα REPowerER που ανακοινώθηκε στις 8/3) μεταξύ της ιδεοληπτικής προσήλωσης στους εν πολλοίς ανέφικτους στόχους της πράσινης ανάπτυξης (βλέπε Green Deal) και της πολύ εμφανούς πλέον ανάγκης για την εξασφάλιση ορυκτών ενεργειακών πόρων σε μέσο μακροπρόθεσμη βάση. Και είναι απορίας άξιον γιατί άραγε χρειαζόταν ένας κανονικός πόλεμος μέσα στην Ευρώπη με χιλιάδες θύματα εκατέρωθεν προκειμένου το ευρωιερατείο να αντιληφθεί επιτέλους τον κυρίαρχο ρόλο των ορυκτών καυσίμων στην καθημερινή λειτουργία του ενεργειακού μας συστήματος και την αναγκαιότητα διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου. Βασική αρχή της ενεργειακής ασφάλειας διατυπωθείσα για πρώτη φορά από τον Winston Churchill το μακρινό 1912.

Η δε τεράστια εξάρτηση της ΕΕ από ορυκτά καύσιμα ,και μάλιστα εισαγόμενα, έγινε ιδιαίτερα εμφανής όταν αποφασίστηκε από τους ανιστόρητους και μύωπες γραφειοκράτες των Βρυξελλών να επιβάλλουν ενεργειακές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Απ’ ότι φαίνεται μόνο τότε αντιλήφθησαν το άτοπο του εγχειρήματος και τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες που θα είχε για την ευρωπαϊκή οικονομία ένας ενεργειακός πόλεμος με την Ρωσία. Για αυτό δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανία, που εξαρτάται περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα από το ρωσικό φυσικό αέριο, αρνήθηκε την εφαρμογή του μέτρου και την διακοπή εισαγωγών αερίου από την Ρωσία.

Με τις ενεργειακές τιμές ήδη στα ύψη από τα τέλη του περασμένου έτους, και την κορύφωση τους μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη και στην Ελλάδα κυριολεκτικά καλπάζει ενώ ήδη απειλείται αυτή η ίδια η οικονομική ανάπτυξη, με εκτιμήσεις της ΕΚΤ να κάνουν λόγο για μείωση κατά μια με μιάμιση μονάδα ενώ άλλοι οργανισμοί εκτιμούν ότι μέχρι τα τέλη του έτους η οικονομία θα έχει οδηγηθεί σε ύφεση.

Σήμερα (31/3) το αργό πετρέλαιο ποικιλίας Brent, το διεθνές benchmark, κινείται στο επίπεδο των $ 110 το βαρέλι στο ICE του Λονδίνου, με καθοδική τάση λόγω της ανακοίνωσης του προέδρου Τζο Μπάιντεν για την πρόθεση αποδέσμευσης ποσοτήτων αργού και προϊόντων από το Strategic Petroleum Reserve των ΗΠΑ. Όπως όμως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι τιμές θα υποχωρήσουν αλλά και αν συμβεί αυτό ομιλούμε για μια προσωρινή υποχώρηση. Απεναντίας το φυσικό αέριο, βάσει της διαπραγμάτευσης μηνιαίων συμβολαίων στο TTF της Ολλανδίας, που αποτελεί σημείο αναφοράς για τις τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, κινείται σταθερά άνω των € 120 / MWh τις τελευταίες ημέρες. Στην περίπτωση του πετρελαίου οι τιμές κινούνται σχεδόν 40% πάνω σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2021 ενώ στο φυσικό αέριο αυτές είναι 6 φορές επάνω για την ίδια περίοδο.

Όπως σημειώνουν έγκυροι αναλυτές της διεθνούς ενεργειακής αγοράς ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ρωσία έδειξε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο, το ποσό ευάλωτη ενεργειακά είναι η ΕΕ και ποσό εξαρτημένη είναι η οικονομία της από τις εισαγωγές μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ποσότητες οι οποίες, όπως σημειώνουν οι ανωτέρω αναλυτές, δεν πρόκειται να μειωθούν αισθητά ούτε μέχρι το 2030 ημερομηνία στόχος της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση. Και αυτό γιατί όσο αυξάνεται η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ και η συμμετοχή τους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας τόσο περισσότερο φορτίο βάσης θα απαιτείται, που μόνο θερμικοί σταθμοί με φυσικό αέριο και πυρηνικά μπορούν να εξασφαλίσουν.

Όσο η ΕΕ θα αρνείται την ύπαρξη και την χρησιμότητα των υδρογονανθράκων και θα νομοθετεί εις βάρος τους, αποθαρρύνοντας τις οποίες έρευνες για εγχώρια παραγωγή, τόσο θα αυξάνουν οι επισφάλειες που σχετίζονται με την ενέργεια στην Ευρώπη και άρα οι τιμές του αερίου θα κρατούνται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. «Εάν οι ιθύνοντες στην ΕΕ δεν πάρουν σοβαρά το θέμα της τεράστιας ενεργειακής εξάρτησης της Ένωσης και αποφασίσουν να αλλάξουν εγκαίρως πολιτική, ενθαρρύνοντας την αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου από γνωστά και νέα κοιτάσματα- λχ Βόρεια Θάλασσα, Αδριατική, Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειο- τόσο η κατάσταση θα χειροτερεύσει από πλευράς προμήθειας. Και αυτό γιατί τα επόμενα χρόνια προβλέπεται άγριος ανταγωνισμός μεταξύ κρατών για την εξασφάλιση ενεργειακών πρώτων υλών. Άρα δεν θα πρέπει εφεξής να αποκλειστούν ελλείψεις στην προμήθεια και περιορισμοί στην διάθεση ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου». Δεν είναι τυχαίο που Αυστρία και Γερμανία όπως ανακοίνωσαν εχθές έχουν ήδη καταρτίσει σχέδια έκτακτης ανάγκης ενεργειακού εφοδιασμού ενώ πολλές άλλες χώρες στην ΕΕ κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση μηδέ της Ελλάδας εξαιρουμένης.