περισσότερο από κάθε άλλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο το 2020, οι χώρες-μέλη παρήγαγαν 244,3 μεγατόνους λιγνίτη, ακόμη και συνολικά, η παραγωγή άνθρακα έχει μειωθεί σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης.
Επίσης, το 2019, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 8% της συνολικής ακαθάριστης ηλεκτρικής ενέργειας που παρήχθη στην Ε.Ε. βασίστηκε στον λιγνίτη, ήτοι το αντίστοιχο περίπου 240 000 GWh. Παρά τη χαμηλή θερμική απόδοσή του, ο λιγνίτης εξακολουθεί να είναι από τους λίγους πρωτογενείς ενεργειακούς πόρους στην Ευρώπη των 27 που είναι διαθέσιμος σε σχετικά μεγάλες ποσότητες ορισμένων εξ αυτών. Παράλληλα, η χρήση λιγνίτη είναι συχνά φθηνότερη από την εισαγωγή άλλων ορυκτών καυσίμων και περιορίζει την ενεργειακή εξάρτηση από τρίτες δυνάμεις, ακόμη και σήμερα που η χρήση του επιβαρύνεται από τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων ρύπων.
Το 1990, τα 14 κράτη-μέλη που αποτελούσαν την τότε Ε.Ε, παρήγαγαν συνολικά 671. 000 τόνους λιγνίτη. Αυτή η παραγωγή έβαινε διαρκώς μειούμενη για να διαμορφωθεί στους 308.000 τόνους το 2019 και στους 244.000 το 2020, με την Γερμανία να αντιπροσωπεύει το 44% της συνολικής λιγνιτικής παραγωγής, η Πολωνία το 19%, η Τσεχία το 12%, η Βουλγαρία το 9 % και οι Ρουμανία και Ελλάδα από 6%.
Στη διάρκεια της περιόδου 1990-2020, περίπου το 95% του λιγνίτη στην Ε.Ε. παρήχθη από έξη κράτη μέλη, την Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Βουλγαρία, την Ρουμανία και την Ελλάδα, ενώ άλλες τρείς χώρες, η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Σλοβακία παρήγαγαν λιγνίτη σε πολύ μικρές ποσότητες. Ακόμη οι Κροατία, Ιταλία, Γαλλία και Αυστρία, διέκοψαν οριστικά την παραγωγή τους από το 2004, ενώ τρία χρόνια αργότερα στην ομάδα των χωρών που απομακρύνθηκαν από την εξόρυξη του ορυκτού, προσχώρησε και η Ισπανία.
Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι το 2019, το 8% της συνολικής ακαθάριστης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. βασίστηκε στον λιγνίτη, ενώ η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το ορυκτό καύσιμο ήταν υπερδιπλάσια από εκείνη που παρήγαγαν φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, με κύριους εκφραστές αυτή της τάσης την Τσεχία, με μερίδιο 40% και την Βουλγαρία με 37%. Εν τούτοις, σε επίπεδο Ε.Ε. ήταν η πυρηνική θερμότητα και το φυσικό αέριο τα καύσιμα που καθοδήγησαν την ηλεκτροπαραγωγή με μερίδια 26% και 20%, αντίστοιχα (στοιχεία 2019).
Στη χώρα μας, μετά την εξαγγελία της κυβέρνησης για διπλασιασμό της παραγωγής ήδη έχουν ξεκινήσει οι σχετικές εργασίες. Οι πρώτες πληροφορίες θέλουν τις «αυλές», να ενισχύονται καθημερινά με πρόσθετες ποσότητες λιγνίτη που κυμαίνονται μεταξύ 5.000 - 6.000 τόνους που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη λειτουργία των μονάδων της Μελίτη και του Αγ. Δημητρίου, καθώς και έτερων περίπου 8.000 τόνων για το σταθμό της Μεγαλόπολης.
Ο διακηρυγμένος στόχος είναι η εξόρυξη λιγνίτη να αυξηθεί από τα περίπου 10 εκατ. τόνους σήμερα, σε περισσότερους από 15 εκατ. τόνους σε βάθος διετίας, με απώτερο στόχο να αυξηθεί η ηλεκτροπαραγωγή από το ορυκτό στις 6,5 TWh ετησίως από τις υφιστάμενες 4,5 TWh, όταν η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα υπολογίζεται στις περίπου 55 ΤWh. Από αυτές, 20 TWh προήλθαν από κάυση φυσικού αερίου, το περασμένο έτος
Ενώ συμβαίνουν αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να θέλει να φαίνεται ότι δεν εγκαταλείπει τα πράσινα σχέδιά της για το μέλλον, με τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του τμήματος Ενέργειας της Κομισιόν να δηλώνει πως καταβάλλεται προσπάθεια να αυξηθεί ο στόχος για διείσδυση της ανανεώσιμης ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα των χωρών-μελών σε 45%, έως το 2030, από τον προτεινόμενο αρχικό στόχο για 40%. Η εκτός επικαιρότητας και θεμελιωδών δεδομένων δήλωση, καταδεικνύει προφανώς την αμηχανία από την οποία διακατέχονται οι ιθύνοντες της Ε.Ε., οι οποίοι πρέπει να δημιουργήσουν προπέτασμα καπνού για να μην εκτεθούν ολότελα στα μάτια της ευρωπαϊκή κοινής γνώμης για την αβελτηρία τους να προστατεύσουν τους καταναλωτές και την οικονομία των χωρών-μελών από την απειλή της έλλειψης ενέργειας και τις πανάκριβες τιμές της.