Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης, με αφορμή τους ορατούς πλέον κινδύνους στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την παράλληλη εκτόξευση των τιμών όλων των ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, φ.αέριο, ηλεκτρισμός) , για αλλαγή πλεύσης στην μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική στον λιγνίτη και στις έρευνες υδρογονανθράκων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέσα σε διάστημα επτά μόλις ημερών, μεταξύ 6 και 11 Απριλίου, η κυβέρνηση δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού ανακοίνωσε στροφή 180 μοιρών σε θέματα που μέχρι τότε θεωρούντο ταμπού και αντέκειντο στο δήθεν περιβαλλοντικό προφίλ που τόσο έντεχνα έκτιζε όλο αυτό το διάστημα η κυβέρνηση με την υποστήριξη των πέριξ αυτής ΜΜΕ.
Εν όψει του διαγνωσθέντος πλέον κινδύνου η χώρα να ξεμείνει από το εισαγόμενο αέριο και άρα το ηλεκτρικό σύστημα - όπου το αέριο καλύπτει κατά μέσο όρο το 40 με 45% του ηλεκτροπαραγωγικού μίγματος - να κινδυνεύσει με κατάρρευση, δόθηκε το σήμα για άμεση επιστροφή στον λιγνίτη και ουσιαστικό τερματισμό του προωθημένος προγράμματος απολιγνιτοποίησης που είχε θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση . Μάλιστα, ζητήθηκε από την ΔΕΗ να διπλασιάσει την παραγωγή του λιγνίτη ώστε να γεμίσουν οι αυλές των μονάδων ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν σε συνεχή βάση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Παράλληλα, η κυβέρνηση θυμήθηκε την ύπαρξη της ΕΔΕΥ και ότι υπήρχαν παραχωρησιούχες εταιρείες - από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, όπως η ExxonMobil και η TotalEnergies - οι οποίες είχαν αναλάβει υποχρεώσεις για έρευνες σε υποσχόμενες περιοχές των ελληνικών θαλασσών. Ζήτησε δε ο πρωθυπουργός από τις εταιρείες επίσπευση του ερευνητικού τους έργου ώστε να γνωρίζουμε το συντομότερο εάν έχουμε υποθαλάσσια κοιτάσματα και τι μέγεθος έχουν αυτά.
Αν και απόλυτα σωστή η αντίδραση της κυβέρνησης σε επίπεδο πολιτικής, με αναθεώρηση της μέχρι σήμερα μονόφθαλμης υπέρ των ΑΠΕ στόχευσης, εν τούτοις χωλαίνει σε επίπεδο εφαρμογής για τον απλούστατο λόγο ότι ο ενεργειακός τομέας, σε επίπεδο εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, κινείται με μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγική. Έτσι, οι λιγνιτικές μονάδες δεν πρόκειται να λειτουργήσουν πλήρως τους επόμενους μήνες γιατί απλούστατα η παραγωγή λιγνίτη δεν μπορεί να διπλασιαστεί μέσα σε λίγες εβδομάδες με εγκαταλελειμμένα ορυχεία, κακοσυντηρημένες μονάδες και προσωπικό που μετρά πλέον ημέρες απόλυσης ή συνταξιοδότησης. Η μόνη ελπίδα για μεγαλύτερη απόδοση των λιγνιτών είναι η πρόωρη λειτουργία της νέας υπερσύγχρονης μονάδας Πτολεμαΐδα 5 (650 MW) που έχει υψηλή αποδοση και χαμηλές εκπομπές, την οποία η προηγούμενη διοίκηση είχε την πρόνοια να δρομολογήσει.
Αλλά και στη περίπτωση των υδρογονανθράκων ο χειρισμός της κυβέρνησης
δεν είναι ο καλύτερος γιατί όλο το περασμένο διάστημα, από τον Νοέμβριο του 2019 μέχρι και τον Φεβρουάριο εφέτος, εκαλλιεργείτο συστηματικά ένα κλίμα κατά των ερευνών και των εξορύξεων μέσα από απανωτές δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων και την έλλειψη στήριξης από τους αρμόδιους υπουργούς, ενώ υπήρχε κάλυψη σε ανώτατο επίπεδο των ανατρεπτικών δράσεων των διαφόρων περιβαλλοντικών οργανώσεων (λ.χ. απουσία εκπροσώπησης της κυβέρνησης στις προσφυγές των εν λόγω οργανώσεων στο ΣτΕ κατά των ερευνών). Γι’ αυτό και δεν αποτέλεσε έκπληξη η οριστική αποχώρηση της Γαλλικής Τotal από το κοινοπρακτικό σχήμα για τις έρευνες στα θαλάσσια τεμάχια νότια και δυτικά της Κρήτης. Είχε προηγηθεί η αποχώρηση της Ισπανικής Repsol από την χερσαία παραχώρηση στα Ιωάννινα και σε θαλάσσια στο Ιόνιο.
Η σημερινή ενεργειακή κρίση και οι εξελίξεις γύρω από την Ουκρανία και την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια συνολική και θαρραλέα αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να μελετηθεί σε τελείως νέα βάση και προπαντός πέραν και άνω (over and above) των στενών ορίων που θέτει το ΕΣΕΚ και υπαγορεύονται κατά γράμμα από τις Βρυξέλλες. Με αλλά λόγια, ο στενός κορσές του ΕΣΕΚ συνιστά μια μάλλον υποβαθμισμένη, για να μην πούμε λαθεμένη, ενεργειακή πολιτική αφού δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και προπαντός δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών και εφαρμογής εναλλακτικών ενεργειακών λύσεων που, όμως, απαιτούνται για να διασφαλίσουν την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού.
Με την νέα ενεργειακή στρατηγική να επιδιώκει την αξιοποίηση όλων ανεξαιρέτως των εγχώριων πηγών ενέργειας, ΑΠΕ και συμβατικών μορφών, με στόχο την δημιουργία ενός ισοσκελισμένου ενεργειακού ισοζυγίου. Καθώς αλλάζει τάχιστα το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό, από ’δω και ’μπρος ο ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο για την εξασφάλιση ενέργειας θα ενταθεί πέρα από κάθε φαντασία. Γι’ αυτό η Ελλάδα θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τάχιστα την ενεργειακή της στόχευση ώστε να μειώσει στο ελάχιστο τον σημερινό πολύ υψηλό βαθμό ενεργειακής της εξάρτησης, που αγγίζει πλέον το 82% . Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συστράτευσης του συνόλου του ενεργειακού δυναμικού που διαθέτει η χώρα.