Παγκόσμια Ανησυχία για την Οικονομία

Είναι πιθανή μια χρηματοοικονομική πανδημία; Το ερώτημα αυτό θέτει το πολύ σοβαρό αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy», η δε απάντηση την οποία δίνει είναι μάλλον καταφατική. Θεωρεί ότι η χρηματοπιστωτική πανδημία έρχεται, διότι η παγκόσμια οικονομία θα «μολυνθεί» από τον ιό που εξέθρεψε η καταναλωτική υστερία στις ΗΠΑ και η συναφής με αυτήν «φούσκα» των ακινήτων.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Τετ, 9 Απριλίου 2008 - 05:58

Είναι πιθανή μια χρηματοοικονομική πανδημία; Το ερώτημα αυτό θέτει το πολύ σοβαρό αμερικανικό περιοδικό «Foreign Policy», η δε απάντηση την οποία δίνει είναι μάλλον καταφατική. Θεωρεί ότι η χρηματοπιστωτική πανδημία έρχεται, διότι η παγκόσμια οικονομία θα «μολυνθεί» από τον ιό που εξέθρεψε η καταναλωτική υστερία στις ΗΠΑ και η συναφής με αυτήν «φούσκα» των ακινήτων.

Στο σχετικό άρθρο, που υπογράφει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Νουριέλ Ρουμπίνι, υπογραμμίζεται ότι ήδη η αμερικανική οικονομία δεν πάσχει από γρίππη, αλλά από βαρειά πνευμονία. Η δε είσοδός της σε φάση καταναλωτικής υφέσεως θα έχει πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας κατά τρόπον αλυσιδωτό. Γιατί;

Όπως υποστηρίζει ο Αμερικανός καθηγητής, οι Αμερικανοί καταναλωτές δαπανούν σήμερα 9 τρισεκατ. δολλάρια ετησίως, έναντι μόνον ενός τρισεκατ. που είναι η αντίστοιχη δαπάνη των Κινέζων καταναλωτών και 700 δισεκατ. δολλαρίων των Ινδών. Συνεπώς, αν εκδηλωθεί καταναλωτική ύφεση στην Αμερική, η κινεζική οικονομία –η οποία, από εξαγωγικής πλευράς, έχει μεγάλη σύνδεση μαζί της– θα αρχίσει και αυτή να κλονίζεται. Είναι δε αμφίβολο αν θα βοηθηθεί από την Ευρώπη, στην οποίαν οι καταναλωτές είναι ήδη επιφυλακτικοί στις καταναλωτικές τους δαπάνες και έχουν μεγαλύτερη ροπή προς αποταμίευση από τους Αμερικανούς.

Εξάλλου, μία καταναλωτική πτώση στις ΗΠΑ θα επηρεάσει αρνητικά και τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την χώρα, ειδικότερα τις γερμανικές. Αυτό σημαίνει ότι, με δεδομένη την σημασία της γερμανικής οικονομίας στην Ευρώπη, ένα κρυολόγημά της λόγω εξαγωγικής κάμψεως θα έχει άμεσες επιπτώσεις και στο σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες και λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας ότι οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 25% των παγκοσμίων εξαγωγών, η αμερικανική ασθένεια θα μεταδοθεί και σε άλλες χώρες, με συνέπεια την κάμψη του παγκοσμίου εμπορίου και άρα την πτώση των επενδύσεων, της παραγωγής και της ιδιωτικής καταναλώσεως.

Στο πλαίσιο ενός παρόμοιου σεναρίου, σημαντικές οικονομίες όπως αυτές της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Νοτίου Κορέας, του Καναδά, του Μεξικού και της Ταϊβάν, λόγω της εξαγωγικής εξαρτήσεώς τους από τις ΗΠΑ, θα γνωρίσουν κάμψη της οικονομικής τους δραστηριότητος, με αποτέλεσμα να μειωθούν και οι δικές τους εισαγωγές από τρίτες χώρες.

Θα υπάρξουν, συνεπώς, φαινόμενα γενικευμένης υφέσεως στο παγκόσμιο εμπόριο, τα οποία θα καταστήσουν τους καταναλωτές περισσότερο επιφυλακτικούς στις δαπάνες τους.

Επιπλέον, σε πιθανή ύφεση του διεθνούς εμπορίου –που θα είναι η πρώτη της τελευταίας εικοσιπενταετίας– λάδι στην φωτιά θα ρίξει και η εξασθένηση του δολλαρίου. Διότι, από την μία πλευρά, θα ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές, όμως, από την άλλη, θα πλήξει τις αντίστοιχες χωρών όπως η Γερμανία, η Νότιος Κορέα και η Ιαπωνία, οι οποίες έχουν πάνω από 40% εξαγωγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Το φάσμα της υφέσεως είναι λοιπόν ορατό στον διεθνή οικονομικό ορίζοντα και η κατάσταση θα επιδεινωθεί από την έκρηξη ευρωπαϊκών «φουσκών» ακινήτων. Διεθνείς παρατηρητές προβλέπουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Ιταλία είναι οι χώρες στις οποίες ο κίνδυνος «ξεφουσκώματος» της κτηματαγοράς είναι πολύ περισσότερο από πιθανός: βρίσκεται προ των πυλών.

Η πτώση των τιμών στις κτηματαγορές θα συνοδευτεί και από αισθητή κάμψη των τιμών εμπορευμάτων, οι οποίες επίσης εκτοξεύθηκαν στα ύψη τα τελευταία χρόνια. Μία τέτοια εξέλιξη θα πλήξει χώρες παραγωγούς στην Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, με συνέπεια και αυτές να γνωρίσουν προβλήματα στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Από τους απαισιόδοξους εκτιμάται ότι όλοι οι ανωτέρω παράγοντες θα κλονίσουν σοβαρά την εμπιστοσύνη καταναλωτών, επενδυτών και αποταμιευτών, με αποτέλεσμα την επιδείνωση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και, βεβαίως, σε μικρά και μεγάλα χρηματιστήρια. Μοιραία, λοιπόν, η κρίση ρευστότητος θα γενικευθεί και θα οδηγήσει σε λιγότερες επενδύσεις. Οι τελευταίες, με την σειρά τους, θα επηρεάσουν αρνητικά τις παραγωγικές δυνατότητες, καθώς και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ή την διατήρηση των παλαιών.

Σε αντιστάθμισμα των ανωτέρω ζοφερών προοπτικών, αισιόδοξοι οικονομολόγοι παρατηρούν ότι η διεθνής οικονομία έχει ακόμη αρκετές αντοχές. Επίσης, στις αραβικές χώρες, στην Κίνα, στην Ρωσία και σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής υπάρχουν μεγάλα αποθέματα κεφαλαίων, τα οποία, σε κάποια φάση, θα πρέπει να εισέλθουν στις αγορές.

Οι κρίσεις, λένε, είναι πάντα το τίμημα των νεωτερισμών. Στις κυβερνήσεις, λοιπόν, εναπόκειται να εγκαταλείψουν παλαιές μεθόδους παρεμβάσεων και χρηματοπιστωτικών ρυθμίσεων. Μόνον στην περίπτωση αυτή οι διεθνείς επενδυτές –που δεν είναι λίγοι– θα μπορέσουν να επανέλθουν εκ νέου στις αγορές. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα είναι πόσοι πολιτικοί στον κόσμο καταλαβαίνουν τί έχει αλλάξει στο διεθνές τοπίο και ποια είναι τα νέα και πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά εργαλεία του 21ου αιώνα.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 09/04/2008)