Οι τιμές πετρελαίου εκρήγνυνται, οι Big Oils συσσωρεύουν ιστορικά υπερκέρδη, όμως δεν επενδύουν σε projects νέας ενεργειακής παραγωγής προκειμένου να επιταχυνθεί η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο

Αντιθέτως, οι παγκόσμιοι πετρελαϊκοί κολοσσοί επιλέγουν να ανταμείψουν τους επενδυτές με υπερ-γενναιόδωρα μερίσματα και επαναγορές μετοχών, γεγονός που προδιαγράφει ακόμη μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά ενέργειας τα επόμενα χρόνια.

Στο πρώτο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου της Δύσης είχαν υπερκέρδη 36,6 δισ. δολ., δηλαδή έκτακτα επιπλέον κέρδη 400 εκατ. δολ. την ημέρα. Ήταν η δεύτερη υψηλότερη τριμηνιαία ταμειακή ροή που έχει καταγραφεί στα παγκόσμια χρονικά και ήταν υπεραρκετή για να καλύψει τις διαγραφές αξιών στις οποίες προχώρησαν οι μεγάλοι πετρελαϊκοί όμιλοι λόγω της εξόδου τους από τη ρωσική αγορά.

Τα άλματα στην τιμή του πετρελαίου συνήθως πυροδοτούν και αντίστοιχα ράλι στην αύξηση της παραγωγής, όχι όμως και αυτή τη φορά. Και οι πέντε πετρελαϊκοί κολοσσοί της Δύσης έχουν επιλέξει να κρατήσουν χαμηλά τις κεφαλαιουχικές τους δαπάνες τα επόμενα χρόνια και δεσμεύονται στους μετόχους τους για αυστηρή πειθαρχία παρότι οι τιμές του αργού κινούνται σταθερά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.

«Σε προηγούμενους κύκλους υψηλών τιμών του πετρελαίου, οι μεγάλες εταιρείες θα επένδυαν σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλα έργα βαθέων υδάτων. Τέτοιου είδους projects, όμως, είναι απλώς εκτός ατζέντας αυτή τη στιγμή», λέει στο Bloomberg ο Nόα Μπάρετ, αναλυτής της Janus Henderson.

Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, την τελευταία φορά που το αργό ξεπέρασε επί μακρόν τα 100 δολάρια το βαρέλι, το 2013, οι συνδυασμένες κεφαλαιουχικές δαπάνες των Big Oil ήταν 158,7 δισ. δολάρια, ποσό σχεδόν διπλάσιο από το τρέχον. Ο όμιλος των Big Oil περιλαμβάνει τις Shell, TotalEnergies, BP, Exxon Mobil και Chevron.

«Η πειθαρχία είναι η βασική μας αρχή», είπε σε αναλυτές την περασμένη Τρίτη ο διευθύνων σύμβουλος της BP Μπέρναρντ Λούνεϊ, επαναβεβαιώνοντας ότι οι κεφαλαιουχικές δαπάνες της εταιρείας δεν θα ξεπεράσουν τα 14 έως 15 δισ. δολάρια ετησίως.

Η Shell, η οποία είχε κέρδη-ρεκόρ, ήταν εξίσου κατηγορηματική ως προς το ότι δεν θα αυξήσει τις δαπάνες της πέραν των 23 έως 27 δισ. δολαρίων. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει όσον αφορά το πλαίσιο κατανομής κεφαλαίων μας», ανακοίνωσε.

Ποιοι λόγοι φρενάρουν τα νέα projects

ΑντI να δαπανούν για νέα projects, οι εταιρείες επιλέγουν να επιβραβεύουν τους μετόχους τους μετά από χρόνια κακών αποδόσεων. Η Exxon, η BP και η TotalEnergies προανήγγειλαν θεαματικές αυξήσεις σε επαναγορές μετοχών, ενώ η Chevron αγοράζει ήδη ρεκόρ μετοχών. Οι λόγοι για τους οποίους οι Big Oil επιλέγουν να μην αυξήσουν τις δαπάνες τους είναι συγκεκριμένοι: Οι κυριότεροι εξ αυτών είναι οι ανησυχίες για τα νέα δεδομένα που διαμορφώνουν οι πολιτικές κατά της κλιματικής αλλαγής και η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της ζήτησης πετρελαίου.

«Οποιαδήποτε απόφαση να αυξηθούν, να υποστηριχθούν ή να προστεθούν νέα projects ορυκτών καυσίμων σήμερα θα μπορούσε να έχει κίνδυνο απόδοσης μέσα σε λίγα χρόνια», λέει ο αναλυτής της Banco Santander, Τζέισον Κένι. Σε αυτό το σκηνικό, οι επενδύσεις στον τομέα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 30% το 2020, ενώ η περσινή δαπάνη ύψους 341 δισ. δολαρίων ήταν 23% χαμηλότερη από τα προ πανδημίας επίπεδα, σύμφωνα με το Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας (ΙΕF).

«Δύο συνεχή χρόνια μεγάλων υποεπενδύσεων στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι η συνταγή για υψηλότερες τιμές και μεγαλύτερη αστάθεια μέσα στην επόμενη δεκαετία», προειδοποιεί ο Τζόζεφ Μακ Μόνιλ, γενικός γραμματέας του IEF.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")