Όσο παράλογο και εάν ακούγεται κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι παρά τον διεθνή οικονομικό αποκλεισμό που επιχειρείται κατά της Ρωσίας τους τελευταίους 3 μήνες, με αφορμή την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου και την εκεί πολεμική σύρραξη, οι κυρώσεις για τις εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, άνθρακα, φυσικό αέριο) δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Πώς διαφορετικά μπορούμε να εξηγήσουμε την συνεχιζόμενη εισροή εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ρωσία σε καθημερινή βάση από πωλήσεις ενεργειακών πρώτων υλών; 

Όχι μόνο προς την Ευρώπη αλλά και διεθνώς; Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times, οι πωλήσεις πετρελαίου προς την Ιταλία από τις αρχές του τρέχοντος έτους έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί. Με τις καθημερινές εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου ποικιλίας Urals προς την Ιταλία να έχουν φθάσει τις 450,000 βαρέλια, την υψηλότερη ποσότητα σε σχέση με το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας Kpler, η οποία παρακολουθεί και καταγράφει παγκοσμίως όλες τις δια θαλάσσης κινήσεις πρώτων υλών. Με την Ιταλία να ξεπερνά σε εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου την Ολλανδία. Από αυτές τις ποσότητες, τα 2/3 προορίζονται για το διυλιστήριο ISAB, ιδιοκτησίας Lukoil, που είναι πλησίον της Augusta στην Σικελία.

Αλλά και η Βουλγαρία, όπου το διυλιστήριο της Lukoil είναι το μοναδικό που διαθέτει η χώρα, οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου έχουν αυξηθεί από αρχές του έτους. Αν και στην ρωσικών συμφερόντων Lukoil δεν έχουν επιβληθεί κυρώσεις, πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν κλείσει τα credit lines, ενώ πριν λίγες ημέρες ο μέχρι πρότινος πρόεδρος και ιδρυτής της, ο Vagit Alekperov, υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά την επιβολή κυρώσεων κατά του ιδίου. Αυτή η κίνηση ήταν επιβεβλημένη, όπως δήλωσε ο ίδιος, προκειμένου να διασφαλισθεί η λειτουργία της εταιρείας.

Αλλά και στην περίπτωση του φυσικού αερίου παρά τον πρόσφατο τερματισμό παραδόσεων ρωσικού αερίου σε Πολωνία, Βουλγαρία και Φινλανδία και την προσπάθεια απεξάρτησης πολλών χωρών από την Gazprom, τα προβλεπόμενα έσοδα από εξαγωγές αερίου προς την Ευρώπη δεν φαίνεται ότι θα είναι αισθητά μειωμένα το 2022 γιατί, όπως και στη περίπτωση του πετρελαίου, έχουν εν τω μεταξύ αυξηθεί κατά πολύ οι τιμές.

Να θυμίσουμε ότι η τιμή του αερίου στο ολλανδικό TTF από τις αρχές του έτους κινείται σταθερά άνω των €100/MWh, δηλαδή πέντε φορές επάνω σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ στο πετρέλαιο η ποικιλία Brent, το διεθνές benchmark, που σήμερα το πρωί διαπραγματεύετο στα $113 το βαρέλι, έχει ανατιμηθεί κατά 70.5% το τελευταίο 12μηνο.

Διακύμανση τιμών αργού τύπου Brent την τελευταία εβδομάδα

 

Πηγή: ICE, Financial Times

Άρα, ό,τι ζημία πιθανώς θα έχει η Ρωσία από μειωμένους όγκους πωλήσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου διεθνώς, αναλυτές εκτιμούν ότι θα την αναπληρώσει με το παραπάνω από την αύξηση των τιμών σε αργό και φ. αέριο.

Ενώ η Ουάσιγκτον αναζητεί τρόπους για να πλήξει περαιτέρω τον πετρελαϊκό κλάδο της Ρωσίας, ώστε να μειώσει κατά το δυνατόν τα έσοδά της από το πετρέλαιο, με απώτερο στόχο να καταστρέψει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Μόσχα στην παγκόσμια οικονομία της ενέργειας, την ίδια στιγμή η Κίνα σπεύδει να επωφεληθεί από τη διεθνή απομόνωση της Ρωσίας και να συγκεντρώσει στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου από τον ενεργειακά πλούσιο σύμμαχό της, τον οποίο δεν έπαψε, άλλωστε, να στηρίζει. Οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον αναμένεται, έτσι, να προκαλέσουν ένταση στις σχέσεις της υπερδύναμης με την Κίνα, την Ινδία και την Τουρκία, καθώς και με όσες χώρες αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.

Ανάμεσα στα μέτρα που εξετάζει η αμερικανική κυβέρνηση είναι και η επιβολή ανώτατου ορίου στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου. Το μέτρο αυτό θεωρητικά θα στηρίζεται και από τις λεγόμενες δευτερογενείς κυρώσεις που επιβάλλονται σε όσους δεν συμμορφώνονται με τις εντολές των ΗΠΑ: θα αποκλείονται από κάθε μορφής επιχειρηματική συνεργασία με τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Όπως έχουν επισημάνει οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί, τα σχεδόν 20 δισ. δολάρια που εξακολουθούν να εισρέουν κάθε μήνα στα ταμεία της Ρωσίας μπορούν να χρηματοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, κύριος προβληματισμός της Ουάσιγκτον είναι πώς θα μπορέσει να μπλοκάρει τα έσοδα του πετρελαίου και να μην έχει πρόσβαση σε αυτά η Μόσχα χωρίς, όμως, να διακοπεί η παροχή ρωσικού πετρελαίου, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε περαιτέρω άνοδο των τιμών του πετρελαίου, που ωφελεί τη Ρωσία και πλήττει τον υπόλοιπο κόσμο. 

Όμως, κοινή είναι πλέον η εκτίμηση μεταξύ αναλυτών ότι όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις η επιβολή κυρώσεων κατά των εξαγωγών πετρελαίου και άλλων αγαθών, μικρή μόνο επίπτωση έχουν στον περιορισμό της εξαγωγικής δραστηριότητας μιας χώρας, όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα στη περίπτωση του Ιράν που εξακολουθεί να εξάγει σημαντικές ποσότητες αργού σε Κίνα, Ινδία και μερικές άλλες χώρες. Έτσι, ενώ το 2021 τα συνολικά έσοδα της Ρωσίας από εξαγωγές πετρελαίου (αργού και προϊόντων) έφθασαν τα $178.7 δισεκ. και από φ. αέριο τα $61.6 δισεκ., δηλαδή συνολικά τα $240.3 δισεκ., οι εκτιμήσεις για το 2022 είναι ότι τα συνολικά έσοδα από τις διεθνείς πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου θα φθάσουν τα $320 δισεκ. Έτσι, παρά τις Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, τα έσοδα από εξαγωγές ενεργειακών πρώτων υλών συνεχίζονται κανονικά με οριακές μόνο μειώσεις, που όμως αντισταθμίζονται από την αύξηση των τιμών, ενώ αναμένεται σημαντική αύξηση των συνολικών εσόδων κατά το τρέχον έτος.