Το ριζοσπαστικό σχέδιο του Ντράγκι αναδύεται σε μια περίοδο κατά την οποία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, ήτοι, οι τέσσερις κατά τεκμήριο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φέρεται να έχουν δαπανήσει ποσά μεταξύ 20- 30 δισ. ευρώ εκάστη, για να μειώσουν τεχνητά τις τιμές της ενέργειας, από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Η εφαρμογή επιδοματικών πολιτικών αυτού του βεληνεκούς δεν συνιστούν λύση, παρά την περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία που ακολουθείται και στη χώρα μας, καθώς δεν αντιμετωπίζουν στη ρίζα του το μείζον, δηλαδή, τον έλεγχο των τιμών, δεν συμβάλουν να παρεμποδιστεί η χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία από την Μόσχα, ενώ παράλληλα, απομυζούν τα δημόσια οικονομικά.
«Είμαστε και οι δύο δυσαρεστημένοι με τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα, όσον αφορά στο πετρέλαιο για τις ΗΠΑ και στο φυσικό αέριο για την Ευρώπη. Οι τιμές δεν έχουν καμία σχέση με την προσφορά και τη ζήτηση», δήλωσε ο Μάριο Ντράγκι.
Οι δύο ηγέτες φέρεται να συζήτησαν, επίσης, την επιβολή ανώτατου ορίου στις τιμές χονδρικής πώλησης του φυσικού αερίου, μια ιδέα που προωθεί τους τελευταίους μήνες και η ελληνική Κυβέρνηση, δια του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ειδικό βάρος της Ιταλίας έχει αποφέρει καρπούς, καθώς πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε. συμφωνούν με την προοπτική του πλαφόν, όχι όμως η Ολλανδία και η Γερμανία.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρεί πως η επιβολή πλαφόν στο αέριο θα πρέπει να αποτελέσει την έσχατη λύση και μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση που η Ρωσία διακόψει πλήρως την τροφοδοσία της Ευρώπης. Ορισμένοι αναλυτές εικάζουν ότι πίσω από την απροθυμία της Κομισιόν, κρύβεται ο βαθιά ριζωμένος φόβος της πως η επιβολή ανώτατων ορίων τιμών θα μπορούσε να διακυβεύσουν τους κλιματικούς στόχους της Ένωσης και να ενθαρρύνουν μια μεγάλη στροφή στην κατανάλωση ορυκτών καυσίμων.
Ωστόσο, η Ιταλία εμμένει. Ο Υπουργός Οικολογικής Μετάβασης της γειτονικής χώρας δήλωσε ότι οι χώρες που αντιτίθενται σε αυτή την ιδέα (για το πλαφόν) υπερασπίζονται την έννοια της ελεύθερης αγοράς. «Ξεχνούν όμως ότι είναι αυτή η “ελεύθερη” αγορά που επέτρεψε να αυξηθούν πέντε και έξη φορές πάνω οι τιμές του φυσικού αερίου, χωρίς να υπάρχει πραγματικός θεμελιώδης λόγος, όπως για παράδειγμα ένα έλλειμμα στην τροφοδοσία και συμπαρέσυρε και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πολίτες αδυνατούν να αντέξουν το κόστος και οι επιχειρήσεις υποφέρουν από το υψηλό ενεργειακό κόστος της παραγωγής», ανέφερε μιλώντας στον Guardian.
Η ιδέα του Ιταλού Πρωθυπουργού για ένα καρτέλ καταναλωτών πετρελαίου μοιάζει να κερδίζει περισσότερους υποστηρικτές, αφού μεταξύ αυτών είναι και η Γερμανία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, αποκάλυψε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ΗΠΑ εργάζονται από κοινού πάνω σε μια πρόταση για την επιβολή ανώτατων ορίων στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου, ενώ ευρωβουλευτής των Γερμανών Πρασίνων υπερθεμάτισε στην ιδέα Ντράγκι, προτείνοντας η Ε.Ε. να προχωρήσει στη δημιουργία καρτέλ καταναλωτών πετρελαίου με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, που όπως είπε, αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο μερίδιο της κατανάλωσης πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά.
Υπερτιμημένο το πετρέλαιο
Εν τω μεταξύ, κορυφαίος αναλυτής της αγοράς εμπορευμάτων της αμερικανικής Citi Group υποστήριξε ότι η τιμή του Brent, που θεωρείται το διεθνές benchmark αντί για 114-120 δολάρια ανά βαρέλι που διαπραγματεύεται τα τελευταία 24ωρα, θα έπρεπε να κινείται πέριξ της ζώνης των 70 δολαρίων!
Οι τιμές του πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 50% από την αρχή του 2022, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας. Την προηγούμενη, Τρίτη, δημοσκόπηση του Reuters έδειξε συναίνεση για τις τιμές του Brent κατά μέσο όρο, λίγο πάνω από τα 107 δολάρια ανά βαρέλι στο δεύτερο τρίμηνο, με ορισμένους αναλυτές να προβλέπουν την αναρρίχησή του στα 130 δολάρια ανά βαρέλι μετά το μερικό εμπάργκο κατά των ρωσικών εισαγωγών από την Ε.Ε.
Για τον Ed Morse της Citi όλο αυτό είναι υπερβολικό: « Θα έλεγα ότι κλίνει περισσότερο προς την περιοχή των 70 δολαρίων παρά προς στην περιοχή των 120 δολαρίων», δήλωσε στο Bloomberg.
Όσον αφορά στην Citi, εκτιμά πως λόγω των φόβων για βαθιά ύφεση και επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου θα είναι μειωμένη κατά 1,4 εκατ. βαρέλια ημερησίως από την αρχή του χρόνου και θα ανέλθει σε 2,2 εκατ. σε ετήσια βάση.