Ηλπιζε η ελληνική πλευρά σε μια προληπτική παρέμβαση των ΗΠΑ αλλά και της Ε.Ε. προς μετριασμό τουλάχιστον της τουρκικής «αναθεωρητικής» πολιτικής έναντι της Ελλάδος, ιδιαίτερα σε αυτή τη φάση της μετωπικής αντιπαραθέσεως της Δύσεως με τη Ρωσία, οπότε η ενότητα του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα στη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας είναι απολύτως αναγκαία.
Η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε. Επαναλήφθηκε η προτροπή για επίλυση των διμερών διαφορών με διαπραγματεύσεις. Κάτι που δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσει την Αθήνα, η οποία, όπως έγραφε τίτλος της «Κ», προέβη σε «διαβήματα» στην Ουάσιγκτον και στην Ε.Ε.
Δεν λειτουργούν ως παιδονόμοι οι εταίροι μας, ιδίως σε μια φάση που λόγω του αποτρόπαιου πολέμου στην Ουκρανία έχει αναβαθμισθεί η σημασία της Τουρκίας για τη Δύση. Αλλες οι προτεραιότητες των συμμάχων και άλλη η δική μας βάσανος.
Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, όταν την κρίση του 1987 ακολούθησε η συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας, ή αργότερα, όταν μετά την κρίση των Ιμίων το 1996 υπήρξε η συμφωνία της Μαδρίτης, την ελληνοτουρκική κρίση το καλοκαίρι του 2020 δεν ακολούθησε περιεκτικός διάλογος.
Βεβαίως απεφεύχθη συνομολόγηση συμφωνίας ταπεινωτικής. Αλλά ηγέρθη από την Τουρκία θέμα οχυρώσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, κατά παράβασιν –ως ισχυρίζεται η Αγκυρα– της συμφωνίας της Λωζάννης, και ως εκ τούτου θέτει εκ παραλλήλου θέμα κυριαρχίας σε ελληνικά νησιά.
Με αυτά τα δεδομένα, ας ελπίσουμε ότι το καλοκαίρι φέτος θα είναι «θερμό» μόνον κλιματολογικώς.
(του Κώστα Ιορδανίδη, από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")