Παρ’ όλα αυτά, ο Μπάιντεν έχει στελεχώσει την ομάδα του με νεοσυντηρητικούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Μπάιντεν να οδηγεί την Ουκρανία, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. σε μία ακόμη γεωπολιτική πανωλεθρία. Αν η Ευρώπη έχει την οποιαδήποτε διορατικότητα, θα διαχωρίσει τη θέση της από την καταστροφική θέση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το νεοσυντηρητικό κίνημα αναδύθηκε τη δεκαετία του 1970 γύρω από μια ομάδα διανοούμενων, αρκετοί από τους οποίους ήταν επηρεασμένοι από τον πολιτικό επιστήμονα Λέο Στράους από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και τον κλασικιστή Ντόναλντ Κέιγκαν από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Ανάμεσα στους επικεφαλής του νεοσυντηρητισμού βρίσκονταν ο Νόρμαν Πόντχορετζ, ο Ερβιν Κρίστολ, ο Πολ Γούλφοβιτς, ο Ρόμπερτ Κέιγκαν (γιος του Ντόναλντ), ο Φρέντερικ Κέιγκαν (επίσης γιος του Ντόναλντ), η Βικτόρια Νούλαντ (σύζυγος του Ρόμπερτ), ο Ελιοτ Κοέν, ο Ελιοτ Αμπραμς και η Κίμπερλεϊ Αλεν Κέιγκαν (σύζυγος του Φρέντερικ).
Το βασικό μήνυμα των νεοσυντηρητικών είναι ότι οι ΗΠΑ πρέπει να υπερισχύουν ως στρατιωτική δύναμη σε όλο τον πλανήτη και ότι πρέπει να αντιμετωπίζουν ανερχόμενες τοπικές δυνάμεις που μια ημέρα θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την παγκόσμια ή τοπική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, και κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα. Γι’ αυτόν τον σκοπό, η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ θα πρέπει να βρίσκεται ήδη σε στρατιωτικές βάσεις ανά τον κόσμο και η χώρα να είναι προετοιμασμένη να ηγηθεί επιθετικών πολέμων, εάν κριθεί αναγκαίο. Οι ΗΠΑ επικαλούνται τα Ηνωμένα Εθνη μόνον όταν τα χρειάζονται. Αυτή η προσέγγιση αναλύθηκε για πρώτη φορά από τον Πολ Γούλφοβιτς στον «Οδηγό αμυντικής πολιτικής» για το υπουργείο Αμυνας το 2002. Το κείμενο καλεί για επέκτασή του υπό τις ΗΠΑ πλαισίου ασφάλειας στην κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, παρά τη ρητή υπόσχεση του Χανς Ντίτριχ Γκένσερ το 1990, ότι η ενοποίηση της Γερμανίας δεν θα επόταν της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή. Επιπλέον, ο Γούλφοβιτς υποστήριξε τους κατ’ επιλογήν πολέμους, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα της Αμερικής να δρα ανεξάρτητα και μόνη σε κρίσεις που την αφορούν. Σύμφωνα με τον στρατηγό Γουέσλι Κλαρκ, ο Γούλφοβιτς του είπε τον Μάιο του 1991 πως οι ΗΠΑ θα ηγούνταν των επιχειρήσεων αλλαγής καθεστώτος στο Ιράκ, στη Συρία και πρώην συμμάχων της Σοβιετικής Ενωσης.
Οι νεοσυντηρητικοί υπερασπίστηκαν την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία πριν ακόμη γίνει επίσημη γραμμή επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, το 2008. Είδαν τη συμμετοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως σημείο-κλειδί για την τοπική και διεθνή κυριαρχία των ΗΠΑ. Ο Ρόμπερτ Κέιγκαν ανέλυσε την περίπτωση των νεοσυντηρητικών αναφορικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 2006: Οι Ρώσοι και οι Κινέζοι δεν βλέπουν τίποτα το φυσικό (στην «έγχρωμη επανάσταση» της πρώην Σοβιετικής Ενωσης), μόνο πραξικοπήματα με δυτικές πλάτες, σχεδιασμένα να ενισχύσουν τη δυτική επιρροή στα στρατηγικά ζωτικής σημασίας σημεία του πλανήτη. Κάνουν τόσο λάθος; Ισως δεν έχει να κάνει με την επιτυχημένη απελευθέρωση της Ουκρανίας, που ενθαρρύνθηκε και υποστηρίχθηκε από τις δυτικές δημοκρατίες, αλλά με το πρελούδιο της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εν ολίγοις, με την επέκταση της φιλελεύθερης ηγεμονίας της Δύσης.
Ο Κέιγκαν υπέγραψε το άρθρο ως απλός πολίτης, κατά τη διάρκεια της θητείας της συζύγου του Βικτόρια Νούλαντ ως πρέσβειρας των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, επί Τζορτζ Μπους του νεότερου. Η Νούλαντ έχει υπάρξει η τυπική νεοσυντηρητική. Πέρα από πρέσβειρα στο ΝΑΤΟ επί Μπους, διετέλεσε για τον Μπαράκ Ομπάμα και βοηθός υπουργός Εξωτερικών για την Ευρώπη και την Ευρασία την περίοδο 2013-2017, οπότε και έλαβε μέρος στην ανατροπή του φιλορώσου Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ενώ τώρα εκτελεί χρέη υφυπουργού για τον Μπάιντεν, οδηγώντας την αμερικανική πολιτική έναντι του πολέμου στην Ουκρανία. Η νεοσυντηρητική θέση βασίζεται σε μια κύρια λανθασμένη υπόθεση: ότι η στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική και αριθμητική υπεροχή των ΗΠΑ επιτρέπει στη χώρα να επιβάλλει όρους σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Είναι μια θέση που αποτελεί εξίσου ύβρη και απαξίωση των τεκμηρίων. Από τη δεκαετία του 1950, οι ΗΠΑ έχουν παρεμποδιστεί ή ηττηθεί σχεδόν σε κάθε σύρραξη που έχουν λάβει μέρος. Παρ’ όλα αυτά, στη «μάχη για την Ουκρανία», οι νεοσυντηρητικοί ήταν έτοιμοι να εγείρουν μια πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία, με την επέκταση του ΝΑΤΟ παρά τις σφοδρές ενστάσεις της Ρωσίας, γιατί πίστευαν πως η Ρωσία θα ηττηθεί από τις αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις και το οπλοστάσιο του ΝΑΤΟ.
Το Ινστιτούτο Πολεμικών Σπουδών (Institute for the Study of War, ISW), μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης υπό την καθοδήγηση της Κίμπερλεϊ Αλεν Κέιγκαν (και με την υποστήριξη κορυφαίων αμυντικών εταιρειών, όπως η General Dynamics και η Raytheon), εξακολουθεί να προσβλέπει σε μια ουκρανική νίκη. Αναφορικά με την υπεροχή της Ρωσίας, το Ινστιτούτο Πολεμικών Σπουδών σχολίασε: «Ανεξάρτητα με το ποιος κατέχει την πόλη (Σεβεροντονέτσκ), η επίθεση της Ρωσίας σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο πιθανότατα θα ολοκληρωθεί, δίνοντας στην Ουκρανία την ευκαιρία να ξαναξεκινήσει την επιχείρηση της αντεπίθεσης ώστε να αποκρούσει τις ρωσικές δυνάμεις».
Τα δεδομένα υποδηλώνουν το αντίθετο. Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης είχαν μικρή αρνητική επίδραση στη Ρωσία, ενώ το φαινόμενο «μπούμερανγκ» στον υπόλοιπο κόσμο είναι μεγάλο. Επιπροσθέτως, η ικανότητα των ΗΠΑ να επανεφοδιάσουν την Ουκρανία με οπλισμό, παρεμποδίζεται ιδιαίτερα από την περιορισμένη παραγωγή της Αμερικής και τη σπασμένη αλυσίδα εφοδιασμού. Οι βιομηχανικές δυνατότητες της Ρωσίας κάνουν αυτές της Ουκρανίας να φαίνονται μικροσκοπικές. To ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν περίπου δεκαπλάσιο αυτού της Ουκρανίας πριν από τον πόλεμο και η Ουκρανία τώρα έχει χάσει πολλή από τη βιομηχανική της ισχύ στον πόλεμο. Η πιθανότερη κατάληξη της τρέχουσας εχθροπραξίας είναι ότι η Ρωσία θα καταλάβει μια μεγάλη ζώνη της Ουκρανίας, ενδεχομένως αφήνοντας την Ουκρανία περίκλειστη, ή σχεδόν περίκλειστη. Η δυσαρέσκεια θα αυξηθεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ με τις στρατιωτικές απώλειες και τις συνέπειες στον στασιμοπληθωρισμό από τον πόλεμο και τις κυρώσεις. Οι αρνητικές συνέπειες μπορεί να είναι ολέθριες αν ο δεξιός λαϊκισμός στις ΗΠΑ κερδίσει έδαφος (ή αν, στην περίπτωση του Τραμπ, κερδίσει την εξουσία), με την προοπτική της αποκατάστασης της εξασθενημένης στρατιωτικής δόξας της Αμερικής μέσα από επικίνδυνες κλιμακώσεις. Αντί να αναληφθεί το ρίσκο αυτού του κινδύνου, η πραγματική λύση είναι να δοθεί τέλος στις νεοσυντηρητικές φαντασιώσεις της τελευταίας 30ετίας, και όσον αφορά την Ουκρανία και τη Ρωσία, να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με το ΝΑΤΟ να δεσμευθεί να δώσει τέλος στην αφοσίωσή του στην ανατολική επέκταση στην Ουκρανία και στη Γεωργία, με αντάλλαγμα μια βιώσιμη ειρήνη που σέβεται και προστατεύει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
* Ο Jeffrey Sachs, είναι οικονομολόγος και καθηγητής στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
(Αναδημοσίευση από την Καθημερινή)