από το κράτος. Στην καταγγελία αυτή προέβη σήμερα ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (Π.Ο.Π.Ε.Κ) και της Ένωσης Βενζινοπωλών Θεσσαλονίκης (ΕΝ.ΒΕ.Θ), Θέμης Κιουρτζής σύμφωνα με τον οποίο το κόστος της παραβατικότητας που σχετίζεται με τα καύσιμα για το ελληνικό κράτος, κυρίως λόγω διαφυγής φόρων, υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε περίπου 700 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς να αποκλείεται να φτάνει ακόμα και στο 1 δισ. ευρώ. Έσοδα που αν κατέληγαν στα δημόσια ταμεία, υποστήριξε, θα μπορούσαν να μειωθούν φόροι, προς όφελος των καταναλωτών.
Στην καρδιά του προβλήματος της παραβατικότητας, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται εντονότερα στην Αθήνα και στη συνέχεια, ιδίως την τελευταία τριετία, στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της χώρας, βρίσκονται, όπως είπε, τα "πειραγμένα" συστήματα εισροών - εκροών, που δεν παρακολουθούν όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας του καυσίμου και καταδολιεύονται από τους παραβάτες.
Το γεγονός ότι, επιπροσθέτως, οι έλεγχοι δεν είναι επαρκείς, επιτρέπει στους επιτήδειους των "κλεφτομάγαζων" να δρουν ανενόχλητοι, όπως ισχυρίστηκε ο κ. Κιουρτζής, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΕΘ), Μιχάλη Ζορπίδη και μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Όπως είπε, μπορεί το σύστημα εισροών-εκροών στα πρατήρια να κατέστη υποχρεωτικό στα αστικά κέντρα το 2013 και στην υπόλοιπη χώρα το 2014, αλλά είναι τόσο διαβλητό, ώστε αδυνατεί να καταγράψει τις παραβατικές συμπεριφορές.
Κατά τον γενικό γραμματέα της Π.Ο.Π.Ε.Κ, Γιάννη Μαυράκη και τον αντιπρόεδρο της ΕΝ.ΒΕ.Θ, Χρήστο Σταυράκη, στην ελληνική αγορά υπάρχουν σήμερα περίπου 35 διαφορετικά συστήματα εισροών-εκροών, τα οποία εγκαθίστανται από ιδιωτικές εταιρείες, αντί για ένα ενιαίο, γεγονός που διευκολύνει την παραβατικότητα.
"Το σύστημα αυτό θα έπρεπε να φτιαχθεί από την Πολιτεία, στα πρότυπα του "MyData" και η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει τα "κλειδιά" του. Σήμερα υποτίθεται ότι όλα τα στοιχεία πηγαίνουν σε πραγματικό χρόνο στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι το σύστημα δεν παρακολουθεί όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας κι ότι δεν είναι αδιάβλητο, τα στοιχεία αυτά είναι στην πραγματικότητα πλασματικά" είπε ο κ. Μαυράκης, ενώ ο κ. Σταυράκης διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν σήμερα πρατήρια που πουλάνε στη λιανική σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που προμηθεύονται το καύσιμο από τα διυλιστήρια, εφιστώντας την προσοχή των καταναλωτών ως προς τις αφύσικα χαμηλές τιμές.
Κατά τον κ. Κιουρτζή, οι πρατηριούχοι, σε μεγάλο βαθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, παρότι συχνά εμφανίζονται να κερδοσκοπούν, στην πραγματικότητα έχουν πολύ μικρά περιθώρια κέρδους.
"Στο διάστημα 1/1/2021-1/6/2022, η τιμή του αργού πετρελαίου αυξήθηκε κατά 100% και των διυλισμένων καυσίμων πάνω από 200%. Τα διυλιστήρια τριπλασίασαν το περιθώριο κέρδους τους, ενώ οι πρατηριούχοι κρατάμε άμυνα για να σώσουμε τις επιχειρήσεις μας, με περιθώριο κέρδους μόλις 3%-4%" είπε και υποστήριξε πως την τελευταία δεκαετία 3000 πρατήρια - οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν κλείσει ή άλλαξαν χέρια, περνώντας σε πολλές περιπτώσεις, είτε σε θυγατρικές διυλιστηρίων, είτε σε ιδιοκτήτες που λειτουργούν παραβατικά (από τα πρατήρια αυτά, που έχουν πληγεί την τελευταία δεκαετία, πολύ σημαντικό ποσοστό βρίσκεται στη Βόρεια Ελλάδα, η οποία επηρεάζεται ιδιαίτερα, λόγω της γειτνίασης με χώρες όπου το κόστος των καυσίμων είναι πολύ χαμηλότερο, στις οποίες κατευθύνονται πολλοί κάτοικοι για να γεμίσουν φθηνότερα τα ρεζερβουάρ τους.
Ιδιαίτερα πλήττονται περιοχές όπως το Κιλκίς ή οι Σέρρες, όπου το 30% των πρατηρίων εκτιμάται πως έχουν κλείσει την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα, οι πρατηριούχοι προτείνουν τη θεσμοθέτηση "κάρτας πολίτη" για τις περιοχές της χώρας που γειτνιάζουν με τέτοιες χώρες, ώστε οι πολίτες να έχουν κίνητρο να γεμίζουν εντός των συνόρων.
Η παραβατικότητα στα καύσιμα εντοπίζεται, σύμφωνα με τον κ.Κιουρτζή, σε τρία πεδία: πρώτον, στη διακίνηση λαθραίου καυσίμου, που προορίζεται για εξαγωγή, αλλά τελικά δεν περνάει ποτέ τα σύνορα, παρά επιστρέφει στην Ελλάδα και μπαίνει παρανόμως στις δεξαμενές, με αποτέλεσμα οι επιτήδειοι κερδίζουν από τους φόρους που κανονικά επιβαρύνουν το καύσιμο (1 ευρώ/λίτρο στη βενζίνη).
Δεύτερον, στη νοθεία με διαλύτες όπως η τολουόλη, που στοιχίζουν πολύ φθηνά -200 ευρώ/τόνο έναντι 2200 ευρώ/τόνο για τη βενζίνη- και δεν ανιχνεύονται στο καύσιμο ακόμα και αν αναμειχθούν σε μεγάλες ποσότητες.
Και, τρίτον, στην κλοπή στο σύστημα εισροών-εκροών των πρατηρίων. Με την καταδολίευση του συστήματος, μεταξύ άλλων, δηλώνεται μικρότερη ποσότητα από αυτή που αγοράζει ο καταναλωτής και το πλεόνασμα πωλείται σε άλλο άτομο ή μια ποσότητα πωλείται δις, με τους επιτήδειους να βάζουν στην τσέπη τους όλο το κέρδος, χωρίς να καταβάλουν φόρους.