Περίπου σαράντα χρόνια θα μας χρειαστούν για να πιάσουμε τον εθνικό στόχο του... 2020 για την παραγωγή ρεύματος από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με τον σημερινό ρυθμό εγκατάστασης αιολικών πάρκων.
Μπορεί στο Διεθνές Συνέδριο για την Κλιματική Αλλαγή που διεξήχθη στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα οι αρμόδιοι να ορκίστηκαν άλλη μία φορά στο όνομα των πράσινων τεχνολογιών, ωστόσο η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική.
Με τα σημερινά δεδομένα, ο στόχος για την Ελλάδα όπως περιγράφεται στην υπό ψήφιση νέα κοινοτική οδηγία, το 18% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020 να προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (κυρίως αιολικά πάρκα), φαντάζει τελείως εξωπραγματικός.
Κάθε χρόνο εγκαθιστούμε αιολικά πάρκα ισχύος κάτω από 200 ΜW (σε ολόκληρο το 2007 εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας αιολικά πάρκα ισχύος μόνο 125 ΜW) όταν για να επιτύχουμε τον στόχο του 2020 (8.000-9.000 ΜW) θα έπρεπε ετησίως να ξεπερνούν τα 650-700 ΜW.
Με τον σημερινό δηλαδή ρυθμό εγκατάστασης αιολικών πάρκων στην Ελλάδα- από τις χώρες με τα πιο πλούσια αιολικά δυναμικά στον κόσμο- θα χρειαστούμε περίπου 40-45 χρόνια για να πιάσουμε τον στόχο των 8.000-9000 ΜW.
Τα στοιχεία προέρχονται από τους επίσημους φορείς της αγοράς αιολικών πάρκων, τον Σύνδεσμο Παραγωγών Ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και την Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ).
100- 200 ΜW τον χρόνο
Για να αντιληφθεί κανείς το τεράστιο άλμα που θα απαιτηθεί για να επιτευχθεί ο εν λόγω στόχος, αρκεί να αναφερθεί ότι η συνολική εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ στην Ελλάδα, ύστερα από 15 χρόνια προσπαθειών (1994-2008), μετά βίας ξεπερνά σήμερα τα 1.000 ΜW, εκ των οποίων τα αιολικά είναι η μερίδα του λέοντος (890 ΜW). Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του τελευταίου νόμου για τις ΑΠΕ, ο ρυθμός υλοποίησης νέων έργων ανέρχεται στο απογοητευτικό επίπεδο των 100-200 ΜW τον χρόνο.
Ο στόχος για την επίτευξη του στόχου του Πρωτοκόλλου του Κιότο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο. Αποτυχία επίτευξης του ενός στόχου, σημαίνει αυτόματα αποτυχία επίτευξης και του άλλου.
Όπως υποστηρίζουν οι φορείς του χώρου, εδώ και ενάμιση χρόνο, η κατάσταση με τις καθυστερήσεις ξεπέρασε κάθε όριο. Υπουργεία που έχουν συναρμοδιότητα σε κάθε είδους εγκρίσεις, με αποφάσεις και εγκυκλίους, επέβαλαν την πλήρη αλλαγή της διαδικασίας αδειοδοτήσεων.
Ακόμα χειρότερα
«Από το 2006 και μετά, οπότε ψηφίστηκε ο τελευταίος νόμος για τις ΑΠΕ, διαδικασίες που μέχρι τότε γίνονταν παράλληλα για να μη χάνεται χρόνος, γίνονται πλέον με τη σειρά. Δηλαδή, η μία άδεια προϋποθέτει την ολοκλήρωση της άλλης» λέει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αιολικής Ενέργειας, Γιάννης Τσιπουρίδης, μιλώντας στα «ΝΕΑ».
Το αποτέλεσμα είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από την ώρα που θα καταθέσει κάποιος αίτηση στη ΡΑΕ για ένα αιολικό πάρκο μέχρι τη στιγμή που θα λάβει άδεια εγκατάστασης να έχει αυξηθεί κατά 22 μήνες. «Από τα τέσσερα χρόνια που απαιτούνταν το 2006 προτού ψηφιστεί ο νέος νόμος, σήμερα έχουμε φτάσει στα... 6 χρόνια. Τα πιο πρόσφατα εγκαίνια αιολικών πάρκων (το 2007) αφορούν σε επενδύσεις, οι αιτήσεις των οποίων είχαν κατατεθεί στη ΡΑΕ από το... 2001!» επισημαίνει ο κ. Τσιπουρίδης.
Βάλτωσαν προτάσεις 2,2 δισ.
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕWΕΑ)- ο Έλληνας πρόεδρος της οποίας, Αρθούρος Ζερβός, μίλησε στο Διεθνές Συνέδριο για την Κλιματική Αλλαγή- είναι απόλυτα χαρακτηριστικά της κατάστασης: πέρυσι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μόνο αιολικά πάρκα ισχύος 125 ΜW, όταν στην Ισπανία εγκαταστάθηκαν 3.522 ΜW, στη Γερμανία 1.667 ΜW, στη Γαλλία 888 ΜW, στην Ιταλία 603 ΜW, στην Πορτογαλία 434 ΜW κ.ό.κ.
Το πρόβλημα στην προώθηση των επενδύσεων και κατ΄ επέκταση στην υλοποίηση των στόχων για τις ΑΠΕ αναγνωρίζουν και στο υπουργείο Ανάπτυξης, το οποίο ετοιμάζεται να αρχίσει συναντήσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς. Στόχος θα είναι να τροποποιηθεί το ισχύον καθεστώς στις αδειοδοτήσεις, τις εγκαταστάσεις, τις συνδέσεις και γενικά τις διαδικασίες, προκειμένου να απεμπλακούν προτάσεις για επενδύσεις που ξεπερνούν τα 2,2 δισ. ευρώ. Αυτό όμως που χρειάζεται είναι όχι η πρωτοβουλία ενός μεμονωμένου υπουργείου, αλλά να συντονιστούν και συνεννοηθούν μεταξύ τους όλα τα συναρμόδια υπουργεία.
(Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 12/05/2008)