Οι άναρχες χωροθετήσεις σταμάτησαν, όμως όσο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κέρδιζαν έδαφος έναντι των «συμβατικών», τόσο πολλαπλασιάζονταν οι περιπτώσεις συγκρούσεων με τις τοπικές κοινωνίες: αρχικά βασισμένες στον φόβο του αγνώστου και αργότερα… στον φόβο του γνωστού, αυτού που είχε προηγηθεί σε άλλες περιοχές. Ταυτόχρονα ήρθε και η αλλαγή στις ευρωπαϊκές πολιτικές, που έθεσαν στο προσκήνιο την κλιματική αλλαγή, την ανάγκη για περιορισμό της παραγωγής ενέργειας από ρυπογόνες πηγές, αλλά και ανάγκη αυστηρότερης προστασίας της βιοποικιλότητας. Οι ΑΠΕ μπήκαν στη ζωή μας και στο οπτικό μας πεδίο: σήμερα χιλιάδες αιτήσεις για παραγωγή ενέργειας –κυρίως από αιολικά και φωτοβολταϊκά– έχουν κατατεθεί στις Αρχές και βρίσκονται υπό εξέταση σε διάφορα στάδια της αδειοδοτικής διαδικασίας. Εσχάτως, η ενεργειακή κρίση.
Μέσα σε αυτό το τοπίο ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια η αναθεώρηση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, όπως ονομάζεται το κείμενο κανόνων που εγκρίθηκε το 2008. Εχοντας πλέον σωρευμένη εμπειρία για το τι «λειτούργησε» στην πράξη και τι όχι, αλλά όχι απόλυτα ξεκαθαρισμένο το «τοπίο» (ως προς τις προθέσεις του), το υπουργείο Περιβάλλοντος καλείται μέσα στη νέα πραγματικότητα που έχει ήδη διαμορφωθεί να θέσει εκ νέου τους κανόνες. Το δεύτερο στάδιο της μελέτης αναθεώρησης παραδόθηκε στις αρχές του καλοκαιριού και μόλις εγκριθεί θα ανοίξει ο δρόμος για το τρίτο και τελευταίο.
Τι αλλαγές θα φέρει το νέο πλαίσιο; Η ομάδα των μελετητών προτείνει, όχι την εκ βάθρων τροποποίηση αλλά την επικαιροποίηση του ισχύοντος ειδικού χωροταξικού, διατηρώντας σε γενικές γραμμές την ίδια μεθοδολογική προσέγγιση: την κατηγοριοποίηση του εθνικού χώρου με βάση κάποια γενικά χαρακτηριστικά (ηπειρωτική Ελλάδα, νησιωτική Ελλάδα, θαλάσσιος χώρος και ακατοίκητες νησίδες), τον εντοπισμό των καταλληλότερων περιοχών για την ανάπτυξη ΑΠΕ (λ.χ. στην αιολική ενέργεια χωρίζεται σε περιοχές προτεραιότητας ή καταλληλότητας) με διαφορετικούς όρους, τον καθορισμό «περιοχών αποκλεισμού» εκεί όπου απλά απαγορεύεται (λ.χ. πυρήνες εθνικών πάρκων, αρχαιολογικοί χώροι κ.λπ.) και τον καθορισμό ελάχιστων αποστάσεων από διάφορες χρήσεις (λ.χ. 500 μέτρα από οικισμό). Ας δούμε τις βασικότερες από τις προτεινόμενες αλλαγές:
• Για τα αιολικά πάρκα, προτείνεται η Κρήτη να ενταχθεί στην α΄ κατηγορία, μαζί με την ηπειρωτική Ελλάδα και την Εύβοια ώστε να ενισχυθεί η παρουσία των ΑΠΕ ενόψει διασύνδεσης.
• Οι «περιοχές αποκλεισμού» διευρύνονται. Προστίθενται τα αναγνωρισμένα (από το υπουργείο Πολιτισμού) «τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» και οι πρόσφατα θεσπισθείσες (από το υπουργείο Περιβάλλοντος) περιοχές άνευ δρόμων. Εξαιρούνται επίσης από την ανάπτυξη ΑΠΕ οι περιοχές που από τον πολεοδομικό σχεδιασμό προορίζονται για οικιστικές ή για την ανάπτυξη χρήσεων τουρισμού – αναψυχής, αλλά και οι οργανωμένοι υποδοχείς τουριστικών χρήσεων.
• Συναρτάται με το (επίσης υπό αναθεώρηση) ειδικό χωροταξικό για τον τουρισμό η ανάπτυξη αιολικών πάρκων. Στις περιοχές που αντιμετωπίζουν ζητήματα και στις ήδη αναπτυγμένες τουριστικά περιοχές, οι ανεμογεννήτριες δεν μπορούν να καταλαμβάνουν περισσότερο από το 2% της έκτασης του δήμου. Στις περιοχές που θα χαρακτηριστούν αναπτυσσόμενες το ποσοστό αυτό ανεβαίνει σε 4%.
• Στα νησιά διατηρείται το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης εδάφους (4%) ανά δημοτική ενότητα. Εξαιρούνται τα νησιά που ανήκουν στις δύο κατηγορίες που προαναφέρθηκαν. Στα μη διασυνδεδεμένα (με το δίκτυο της ηπειρωτικής χώρας) νησιά δεν θα επιτρέπεται χωροθέτηση νέων ΑΠΕ αν οι ήδη εγκατεστημένες ξεπερνούν σε παραγωγή το διπλάσιο της κατανάλωσης αιχμής.
• Για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα αποκλείεται η ανάπτυξή τους σε περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) και τηρείται απόσταση τουλάχιστον 500 μέτρων από τις υφιστάμενες.
• Στα μικρά υδροηλεκτρικά πάρκα θα πρέπει να τηρούνται αποστάσεις από τα σημεία απόληψης νερού για ύδρευση και από τις περιοχές αναψυχής. Προτείνεται καθορισμός της φέρουσας ικανότητας σε επίπεδο ποταμού αλλά και λεκάνης απορροής.
• Για την ηλιακή ενέργεια προτείνεται να θεωρούνται περιοχές καταλληλότερες (προτεραιότητας) όσες είναι άγονες, μη αρδευόμενες και δεν προορίζονται για βόσκηση. Επίσης πρέπει να προτιμώνται περιοχές προς αποκατάσταση, όπως παλιά λιγνιτικά πεδία και λατομεία, περιοχές αποκατάστασης χωματερών κ.ά. Τα φωτοβολταϊκά πάρκα θα πρέπει να είναι αθέατα από κηρυγμένα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και μνημεία μείζονος σημασίας, αρχαιολογικές ζώνες (α΄). Στις περιπτώσεις γειτνίασης από σημεία πολιτιστικού ή τουριστικού ενδιαφέροντος, προβλέπεται η εκπόνηση «μελέτης ορατότητας» κατά την περιβαλλοντική αδειοδότηση.
• Στις υπόλοιπες περιοχές προτείνεται να καθοριστεί μέγιστο ποσοστό εδαφικής κάλυψης στο 4%-5% των καλλιεργήσιμων και βοσκήσιμων εκτάσεων ανά δήμο (με την εξαίρεση των αγροβολταϊκών συστημάτων).
• Εκτός από τις περιοχές όπου η ανάπτυξη φωτοβολταϊκών θα απαγορευτεί για λόγους περιβαλλοντικής προστασίας, προτείνεται να αποκλείονται και εκτάσεις με εγγειοβελτιωτικά έργα, καλλιεργούμενες αναβαθμίδες ή εκτάσεις με προστατευόμενες αναβαθμίδες, οι φυσικές λίμνες και οι ακτές κολύμβησης (όπως ορίζονται στο μητρώο του υπουργείου Περιβάλλοντος).
• Προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για τους ηλιοθερμικούς σταθμούς, καθώς δεν υπήρχαν έως σήμερα.
• Τίθενται για πρώτη φορά κριτήρια χωροθέτησης για τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης ενέργειας. Απαγορεύεται να κατασκευάζονται σε δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας.
• Προτείνεται, τέλος, η δημιουργία ενός μηχανισμού για την παρακολούθηση των χωροθετήσεων, ώστε να συνεξετάζονται οι ήδη τοποθετημένες μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις.
Οι κανόνες και οι ζώνες προστασίας
Μεγάλη είναι η απόσταση που εξακολουθεί να υφίσταται ανάμεσα στην αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στις περιβαλλοντικές οργανώσεις σχετικά με το ισχύον σήμερα χωροταξικό πλαίσιο. Οι μεν υποστηρίζουν ότι οι «οριζόντιες» απαγορεύσεις είναι προβληματικές και προτείνουν εξέταση των επενδύσεων κατά περίπτωση μετά συγκεκριμένη μελέτη. Οι δε εκτιμούν ότι οι ΑΠΕ δεν πρέπει να αναπτύσσονται τόσο αβίαστα σε περιοχές σημαντικές για τη βιοποικιλότητα και υποστηρίζουν ότι η «δυσφήμιση» των αιολικών πάρκων έγινε εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης ανεμογεννητριών σε κάποιες περιοχές και της απροθυμίας της Πολιτείας να απορρίψει έργα.
«Η βασική μας θέση με βάση την εμπειρία των τελευταίων 15 ετών, αλλά και τις πολυπλοκότητες του τοπίου, του αναγλύφου και των γενικών χαρακτηριστικών του χώρου είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται “οριζόντιες” ρυθμίσεις. Σίγουρα εξασφαλίζουν μεγαλύτερη διαφάνεια αλλά τελικά δεν απαντούν στο ζητούμενο επιστημονικά», εκτιμά ο Παναγιώτης Παπασταματίου, γενικός διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ). «Αντίθετα το κάθε έργο θα πρέπει να εξετάζεται εξονυχιστικά με βάση τα χαρακτηριστικά του και τα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν εκτενείς ζώνες αποκλεισμού εκ των προτέρων. Στις περιοχές της Ελλάδας με υψόμετρο άνω των 500 μέτρων, το 37% είναι Natura. Στις ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες (σ.σ. εκπονούνται για όλες τις περιοχές Natura, ώστε αυτές να «ζωνοποιηθούν» ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους) που έχουμε δει, υπάρχει ένα ξεχείλωμα των ζωνών προστασίας της φύσης, το οποίο είναι προϊόν πολιτικής διαπραγμάτευσης περισσότερο από επιστημονικό συμπέρασμα». Oπως επισημαίνει ο κ. Παπασταματίου, όντως οι άδειες και οι αιτήσεις για ΑΠΕ υπερβαίνουν τον εθνικό στόχο, στην πραγματικότητα όμως στο στάδιο παραγωγής ενέργειας φθάνει μόλις το 3,14% μέσα στην πρώτη πενταετία από την κατάθεσή τους. «Με βάση τις αιτήσεις δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι είμαστε κοντά στο να πετύχουμε τον εθνικό μας στόχο», καταλήγει.
Για τον χώρο των φωτοβολταϊκών, τα προβλήματα από το ισχύον χωροταξικό είναι λίγα. «Ουσιαστικά υπήρχε μόνο ένας περιορισμός, εξαιρούνταν η γη υψηλής παραγωγικότητας και καλώς κατά τη γνώμη μου», λέει ο Στέλιος Λουμάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ). «Με εξαίρεση κάποια πολύ μεγάλα έργα, οι αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες είναι περιορισμένες. Κι αυτό γιατί προτιμώνται πεδινές, εύκολα προσβάσιμες περιοχές».
«Το σημερινό χωροταξικό δεν έθετε τη διατήρηση της βιοποικιλότητας ως κριτήριο. Υπάρχει μόνο η απαγόρευση για πυρήνες εθνικών πάρκων και περιοχές Ramsar – υπό προϋποθέσεις επιτρέπονται οι ΑΠΕ οπουδήποτε αλλού. Αυτό είναι μια ανάποδη διαδικασία: πρέπει να ορίσεις πού επιτρέπεται, όχι πού απαγορεύονται, δεν μπορεί όλη η Ελλάδα να είναι δυνητικό πεδίο για ΑΠΕ», εκτιμά ο Απόστολος Καλτσής, υπεύθυνος δράσεων διατήρησης και πολιτικής στην Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. «Ειδικά για τα αιολικά πάρκα, η υπόδειξη “περιοχών προτεραιότητας” με βάση το αιολικό δυναμικό τους οδήγησε σε μια υπερσυγκέντρωση ανεμογεννητριών –λ.χ. στον Εβρο και στη Νότια Εύβοια– η οποία δεν προκάλεσε μόνο ζημιά στη βιοποικιλότητα, αλλά δυσφήμισε τις ΑΠΕ. Οταν οι πολίτες βλέπουν ότι ποτέ δεν ακυρώνεται ένα έργο, ακόμη και σε περιοχές πολύ σημαντικές για τη βιοποικιλότητα, αρχίζουν να στρέφονται κατά των ΑΠΕ γενικώς. Αυτό που λείπει λοιπόν είναι μια διαδικασία προελέγχου (screening) και μια χαρτογράφηση ευαισθησίας πριν ξεκινήσει η διαδικασία αδειοδότησης ενός έργου. Η μελέτη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων απέδειξε ότι μπορούμε να καλύψουμε τους στόχους μας κινούμενοι εκτός οικολογικά σημαντικών περιοχών. Το μικρό ποσοστό υλοποίησης των αιτήσεων δεν οφείλεται στην αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά στους… “αεριτζήδες” του κλάδου των ΑΠΕ, που προσπαθούν να κατοχυρώσουν άδειες με σκοπό να τις πουλήσουν».
«Τσουνάμι» αιτήσεων
Ενα σοβαρό ζήτημα σχετικά με την αναθεώρηση του χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ είναι αν θα έχει τελικά… πεδίο εφαρμογής. Σύμφωνα με στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) για τα μεγάλα έργα ΑΠΕ (άνω του 1 MW), σήμερα λειτουργούν 337 αιολικά πάρκα με ισχύ 4.215 MW, 263 φωτοβολταϊκά με ισχύ 754,7 MW, 124 μικρά υδροηλεκτρικά έργα με ισχύ 242 MW και 13 έργα παραγωγής ενέργειας από βιομάζα ή βιοαέριο, με ισχύ 68,7 MW: η συνολική ισχύς φτάνει τα 5.286,3 MW. Παράλληλα όμως βρίσκονται σε εκκρεμότητα ακόμη 4.336 έργα ΑΠΕ, συνολικής ισχύος 83.603,6 MW (τα 2/3 για φωτοβολταϊκά έργα). Στην πράξη η αγορά των ΑΠΕ έχει «παγώσει» για να δρομολογηθούν μέτρα διαχείρισης της απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας από τα δίκτυα, τα οποία έχουν μπλοκάρει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η ανάπτυξή τους, αν και έχει επιταχυνθεί, υπολείπεται του ρυθμού που «τρέχουν» οι ΑΠΕ. Ο δεύτερος λόγος είναι το πλήθος αιτήσεων από επενδυτές που έσπευσαν να πάρουν άδειες και όρους σύνδεσης με στόχο τη μεταπώλησή τους (βλ. «Κ» 26.6.22). Το ερώτημα λοιπόν είναι με βάση ποια νομοθεσία (το παλιό χωροταξικό ή το νέο) θα αδειοδοτηθούν οι εκκρεμούσες αιτήσεις.
*(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")