Οι σημερινές τελικές τιμές του φυσικού αερίου επηρεάζονται απόλυτα από την προτιμώμενη τεχνολογία μεταφοράς που δεν είναι άλλη από αυτή του LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο). Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέληση για επιβολή πλαφόν στις τιμές δεν είναι εφικτή παρά μόνο για το τελευταίο τμήμα του κόστους, αυτό της διαδικασίας διάθεσης προς τους καταναλωτές.
Το κόστος που προκύπτει κατά την περίοδο εξερεύνησης (γεωφυσική έρευνα και γεώτρηση) ποικίλλει ανάλογα με το έργο και μπορεί να είναι περισσότερο από ένα δισ. ευρώ ή δολάρια. Η ανάπτυξη και η εκμετάλλευση ενός παραγωγικού πεδίου έχει συχνά πολλαπλάσιο κόστος από αυτό της εξερεύνησης. Το κόστος αυτών τα δύο σταδίων καλύπτεται από τους παραγωγούς. Στο στάδιο της ανακήρυξης εμπορικότητας, οι εταιρείες λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το κόστος μεταφοράς είτε με την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου είτε μέσω υγροποίησης. Το κόστος καλύπτεται από παραγωγούς και μεγάλους επενδυτές/προμηθευτές.
Μέχρι το 2017-18, η μεταφορά φυσικού αερίου ήταν πιο οικονομική μέσω υγροποίησης, με την προϋπόθεση ότι οι αποστάσεις μεταφοράς παρέμεναν μεγαλύτερες από 1.000 μίλια. Τώρα που τα κόστη του φυσικού αερίου στην παράδοση πριν την υγροποίηση, της μεταφοράς αλλά και του τrading είναι πολύ υψηλότερα, το συνολικό κόστος αυξάνεται αστρονομικά. Είναι πολύ δύσκολο να επιβληθεί πολιτικό πλαφόν τιμών σε αυτά τα τμήματα της αλυσίδας που αποφασίζονται από την διεθνή αγορά και τα καρτέλ παραγωγών.
Ένας άλλος παράγοντας που θα συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του συνολικού κατασκευαστικού κόστους της Ευρώπης είναι το γεγονός ότι οι σταθμοί αεριοποίησης (FSRU) της Ευρώπης αρκούσαν για τις ανάγκες όσο οι αγωγοί από Νορβηγία, Αλγερία, Τουρκία και Ρωσία παρείχαν φυσικό αέριο. Με την σημαντική μείωση, έως εξαφάνιση, του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών και της προοδευτικής αντικατάστασης του ελλείματος από LNG, ο αριθμός των σταθμών αεριοποίησης, όπως και των φυσικών αποθηκών, δεν αρκεί.
Η αλυσίδα κόστους μέχρι το 2018
Το LNG χαρακτηρίζεται από τρία σημαντικά κόστη: Πρώτον, το κόστος κατασκευής και λειτουργίας μιας μονάδας υγροποίησης. Δεύτερον, το κόστος μεταφοράς που περιλαμβάνει και την απόσβεση του κόστους των πλοίων. Τρίτον, το κόστος της μονάδας αποσυμπίεσης (FSRU). Θα μπορούσε να εξεταστεί ένα πρόσθετο κόστος, ανάλογα με την απόσταση μεταξύ του κοιτάσματος παραγωγής και του σταθμού υγροποίησης.
Το 2018, το πρώτο κόστος (η κατασκευή μιας μονάδας υγροποίησης) απαιτούσε μια επένδυση τουλάχιστον τριών δισ. δολαρίων για ένα εργοστάσιο ικανό να χειριστεί 500 εκατ. κυβικά πόδια την ημέρα. Το δεύτερο κόστος (η μεταφορά του LNG με εξειδικευμένα δεξαμενόπλοια) κυμαίνονταν σε περίπου 20 cents ανά 1000 χλμ. Το τρίτο κόστος (η επαναεριοποίηση) κυμαίνονταν συνήθως μεταξύ 35 cents και 50 cents ανά 1000 κυβικά πόδια και μπορούσε να φτάσει και ένα δολάριο. Αυτές οι τιμές δεν ισχύουν σήμερα μετά την πανδημία του 2021 και ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές 2022. Οι σημερινές τιμές είναι ακριβότερες.
Το 2018, λόγω των μικρών αλλαγών των spreads του Henry Hub-NBP, το αμερικανικό LNG μπορούσε να έρθει στην Ευρώπη με οριακό κέρδος, αλλά βραχυπρόθεσμα. Αν και οι τιμές του φυσικού αερίου παρέμεναν χαμηλές, το υψηλό σταθερό κόστος κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων LNG, επέβαλε μια συναλλακτική δραστηριότητα με οριακό κέρδος. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποιούσε στην έκθεσή του για το 2019 ότι θα χρειάζονταν περισσότερες επενδύσεις σε LNG για την κάλυψη των αναγκών μετά το 2020.
Οι Platts Analytics, προέβλεπαν ότι οι τιμές του Henry Hub επρόκειτο να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας σε το αμερικανικό LNG σε πολύ υψηλότερες τιμές έναντι του φυσικού αερίου που ερχόταν μέσω των ευρωπαϊκών αγωγών. Όμως, η δραστική αύξηση των τιμών επέβαλε το LNG και ιδιαίτερα σε συνέχεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις αρχές 2022 και των ευρωπαϊκών κυρώσεων στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Ο αγωγός EastMed
Στην περίπτωση της μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κατά την περίοδο 2014-2021, ο υποθαλάσσιος αγωγός EastMed αποτελούσε μια εναλλακτική λύση στην κατασκευή νέων τερματικών σταθμών LNG και άλλων εγκαταστάσεων, κάτι που ενοχλούσε την εξαγωγική στρατηγική του LNG – και του αμερικανικού. Ο EastMed είχε πολλά πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα λόγω της απουσίας περισσότερων ανακαλύψεων κοιτασμάτων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και της απουσίας ερευνών στην ελληνική επικράτεια και ΑΟΖ.
Η κατάσταση σήμερα έχει λάβει άλλες διαστάσεις. Ο EastMed είναι οικονομικά βιώσιμος διότι το κόστος μεταφοράς του LNG έχει αυξηθεί. Το οικονομικό ρίσκο είναι ελεγχόμενο παρόλο ότι η περιοχή εξακολουθεί να θεωρείται “παραμεθόρια” σε επίπεδο όγκου διαθέσιμων κοιτασμάτων. Ακόμα και εάν ένα μικρό μέρος του αγωγού θα βρίσκεται στον πυθμένα της θάλασσας σε πολύ μεγάλα βάθη οι τεχνικές δυσκολίες δεν παρουσίαζαν ποτέ πρόβλημα. Τα θαλάσσια βάθη ήταν πάντα εντός των τεχνολογικών δυνατοτήτων της βιομηχανίας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ήδη το 2001 (20 χρόνια πριν), ο αγωγός Blue Stream κατασκευάστηκε στη Μαύρη Θάλασσα από την ιταλική εταιρεία Saipem σε θαλάσσιο βάθος 2.150 μέτρων.
Το πλαφόν στην τιμή
Το διπλό μοντέλο εισαγωγής ρωσικού φυσικού αέριου και ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών στην Ευρώπη στηρίχθηκε για 20 χρόνια στο κυνήγι των μαγισσών, δηλαδή στο κυνήγι εναντίον του άνθρακα, του πετρελαίου και της πυρηνικής ενέργειας. Σήμερα δίνονται ευλογίες για την χρήση αυτών των πρώην “απαγορευμένων” πηγών ενέργειας. Όμως οι σταθμοί φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος καθορίζουν ακόμη το μέσο όρο τιμής που πληρώνουν οι αγοραστές και διαχειριστές.
Εφόσον η τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου παραμένει υψηλή, ο μέσος όρος ανεβαίνει με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμολογίων των καταναλωτών. Η θέληση για επιβολή πλαφόν στις τιμές δεν είναι εφικτή παρά μόνο για το τελευταίο τμήμα της αλυσίδας του κόστους, δηλαδή του κόστους διάθεσης του φυσικού αερίου προς τους καταναλωτές, προμηνύοντας την συνέχεια των επιδοτήσεων.
Εν κατακλείδι, το πετρέλαιο μαζί με το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στο βαθμό που οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν προϊόντα διύλισης και παράγωγα υδρογονανθράκων στις τιμές που χρειάζονται οι παραγωγοί για να συνεχίσουν να τα παράγουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι προϋπόθεση είναι η βιομηχανία υδρογονανθράκων να μπορεί να ανταπεξέρχεται στην δημιουργούμενη έλλειψη οικονομιών κλίμακας.
*Ο Γιάννης Μπασιάς είναι ενεργειακός αναλυτής και τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ)
(από slpress.gr)