κατά 11%. Μεγαλύτερη ήταν η αύξηση της χρήσης μαζούτ, κατά 29%, του οποίου η χρήση είχε το 2021 περιοριστεί κατά 4%. Ειδικά για τον μήνα Σεπτέμβριο, το ντίζελ σημείωσε αύξηση κατά 13%, το υγραέριο 10% και το μαζούτ 7,1%. Αξιοσημείωτη όμως ήταν το 2022 και η αύξηση στερεών καυσίμων όπως των coke, petcoke, Flexicoke και ανθρακίτη. Οσο για τα διυλιστήρια, ο περιορισμός της χρήσης φυσικού αερίου ήταν κατακόρυφος, υποκαθιστώντας το με νάφθα.
Συνολικά η κατανάλωση αερίου από τις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας, οι οποίες είναι απευθείας συνδεδεμένες με το σύστημα μεταφοράς αερίου του ΔΕΣΦΑ περιορίστηκε κατά περίπου 72% κατά το πρώτο 9μηνο του έτους. Άλλωστε, είναι ήδη γνωστό εδώ και μήνες, ότι τα δύο διυλιστήρια της χώρας, δηλαδή της Motor Oil και των ΕΛΠΕ, έχουν υποκαταστήσει το φυσικό αέριο με νάφθα και άλλα παραπροϊόντα παραγωγής τους, περιορίζοντας την κατανάλωσή τους κατά 95%. Όσο για τις μικρές επιχειρήσεις, και εκείνες έχουν περιορίσει την κατανάλωση ορυκτού αερίου, αλλά όχι σημαντικά, καθώς η μείωση που καταγράφεται φτάνει μόνο το 5,5%.
Η αγωνία της βιομηχανίας για το ενεργειακό κόστους αποτυπώνεται και στις πέντε προτάσεις για την αγορά ενέργειας και τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας που κατέθεσε η Επιτροπή Ενέργειας του ΣΕΒ, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συνδέσμου Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, σε συνάντηση που είχε προ ημερών με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Οι προτάσεις αφορούν σε:
1. Συμμετοχή στη διακοψιμότητα. Η βιομηχανία, ήδη, εφαρμόζει δράσεις ενεργειακής εξοικονόμησης και μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας συνεισφέροντας σημαντικά στην εθνική προσπάθεια, ενώ προτίθεται να συμμετάσχει στο μηχανισμό βραχυπρόθεσμης διακοψιμότητας ηλεκτρικής ενέργειας. Τονίστηκε όμως η ανάγκη λειτουργίας του μηχανισμού με τρόπο που δεν πλήττει την εύρυθμη λειτουργία της.
2. Διμερείς συμβάσεις. Ο τρόπος λειτουργίας της αγοράς ενέργειας πρέπει να διευκολύνει τη σύναψη διμερών συμβάσεων και να μην ανατρέπει στην πράξη τον σχεδιασμό και τις συμφωνίες μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών ενέργειας. Η ευθυγράμμιση με τους κανονισμούς της ΕΕ για την εξαίρεση των διμερών συμβάσεων από τα ανώτατα όρια εσόδων, θα δημιουργήσει αμοιβαία οφέλη για όλα τα μέρη.
3. Υποδομές διασύνδεσης και ταχύτερη αδειοδότηση. Η επιτάχυνση των έργων εσωτερικών διασυνδέσεων στα δίκτυα θα συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από καύσιμα υψηλότερων ρύπων (πχ diesel/mazut) αλλά και στη μείωση του κόστους ενέργειας με πολλαπλά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Είναι εξαιρετικά αναγκαία παράλληλα, η επιτάχυνση στη χορήγηση όρων και αδειών σύνδεσης, ειδικά των έργων ΑΠΕ.
4. Πολυετείς διασυνοριακές συνδέσεις. Το υφιστάμενο καθεστώς με διασυνοριακές διασυνδέσεις μικρής χρονικής διάρκειας λειτουργεί αποτρεπτικά στη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και την επιτάχυνση των επενδύσεων. Προτάθηκε η θεσμοθέτηση διαδικασιών για πολυετή δικαιώματα (άνω των 5 ετών) στις διασυνοριακές διασυνδέσεις με άλλα κράτη.
5. Ενεργειακή εξοικονόμηση παντού. Αναδείχθηκε η ευκαιρία που δημιουργείται από την εξοικονόμηση ενέργειας σε δημόσια κτίρια, εγκαταστάσεις επιχειρήσεων, νοικοκυριά και μεταφορές, συμπληρωματικά της βιομηχανίας. Συζητήθηκαν προτάσεις που συμβάλλουν στην εξοικονόμηση ενέργειας και στη διατήρηση χαμηλών τιμών όπως η τακτική συντήρηση συστημάτων θέρμανσης/ψύξης, η τήρηση της λελογισμένης εσωτερικής θερμοκρασίας των κτιρίων/γραφείων, η απενεργοποίηση συστημάτων ψύξης/θέρμανσης σε κενούς χώρους.
Επίσης στη συνάντηση επισημάνθηκε ότι η επιβολή τέλους 10 ευρώ/MWh στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα επιβαρύνει σημαντικά το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, σε μια εποχή που οι επιχειρήσεις της χώρας παλεύουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, στη συνάντηση η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι η ενεργειακή κρίση δημιουργεί πλέον αντικειμενικές δυσκολίες στην ομαλή λειτουργία της παραγωγής και στην Ελλάδα, απειλώντας τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις όλων των κλάδων. Η προσαρμογή είναι απαραίτητο να επιτευχθεί χωρίς σοβαρή επιβάρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, κάτι που θα εγκυμονούσε σημαντικούς κινδύνους επιβίωσης, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα.
Πέρα, όμως, από την άμεση αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τονίστηκε ότι η μακροχρόνια εξασφάλιση ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα είναι κλειδί για την επίτευξη των φιλόδοξων κλιματικών στόχων. Σημειώθηκε, τέλος, η κρίσιμη κατάσταση που ήδη βιώνουν οι ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αναστολή λειτουργίας εργοστασίων και η πρόθεση μετεγκατάστασης τους σε τρίτες χώρες εκτός ΕΕ αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες στο παραγωγικό δυναμικό.