Η ενεργειακή κρίση που βιώνουμε σήμερα και είναι ίσως χειρότερη και ισχυρότερη σε ένταση και μακροχρόνιες επιπτώσεις, σε σύγκριση με την άλλη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973, αποτελεί αφορμή για μια επισκόπηση και αναθεώρηση του ισχύοντος ενεργειακού παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Κοινό χαρακτηριστικό με την κρίση του 1973 είναι η διακοπή ενεργειακής τροφοδοσίας - τότε αυθαίρετα από τις χώρες του OPEC, σήμερα από την Ρωσία, αλλά κυρίως με δική μας πρωτοβουλία μετά την απόφαση ΗΠΑ-ΕΕ για ενεργειακή απεξάρτηση (μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) από ένα μεγάλο και παραδοσιακό προμηθευτή

Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή κρίση ξεκινά και τελειώνει στην έλλειψη ενεργειακής προμήθειας, σήμερα στην Ευρώπη και αύριο σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Η τρέχουσα κρίση ανέδειξε ακόμα μια κρίσιμη παράμετρο, που οι πολιτικές ηγεσίες των περισσότερων χωρών στην Δύση επέλεγαν πολύ διακριτικά και βολικά για αυτές - αφού στόχος τελευταία είναι η ανάδειξη μιας διαφορετικής ατζέντας - να αποκρύπτουν συστηματικά από τους πολίτες. Η παράμετρος αυτή δεν είναι άλλη από την ενεργειακή ασφάλεια που, μέχρι τις αρχές του αιώνα που διανύουμε, αποτελούσε βασικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής, με τους άλλους δυο πυλώνες να είναι η οικονομία και το περιβάλλον. Έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά με πλήρη ανατροπή των τότε δεδομένων. 

Σήμερα όμως η ανάγκη ισχυροποίησης της ενεργειακής ασφάλειας επανέρχεται ως πρώτη προτεραιότητα στην χάραξη πολιτικής, με αυτήν να βασίζεται κυρίως στην εξασφάλιση επαρκούς και συνεχούς ροής φυσικού αερίου αλλά και πετρελαίου και της επίτευξης λογικών τιμών χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να λειτουργήσει ανταγωνιστικά η οικονομία. Με το φυσικό αέριο να έχει αναδειχθεί ως στρατηγικό καύσιμο αφού πλέον ένα μεγάλο μερίδιο της παραγωγής ηλεκτρισμού εξαρτάται από αυτό ενώ, λόγω του ότι ευθύνεται για το 50% των εκπομπών σε σύγκριση με τον άνθρακα, έρχεται να αντικαταστήσει τον μεγάλο αυτό ρυπαντή και, άρα, να αποτελέσει το καύσιμο γέφυρα κατά την ενεργειακή μετάβαση. 

Για ποια ενεργειακή μετάβαση μιλάμε; 

Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν υψηλή ενεργειακή εξάρτηση με ένα μέσο όρο 60% και με ορισμένες χώρες να φθάνουν το 80% και το 95% (στοιχεία 2020). Αυτό από μόνο του αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια μείωσης των τιμών, γι’ αυτό και η μείωση των καθαρών εισαγωγών ενέργειας πρέπει να αποτελέσει σταθερό στόχο τα επόμενα χρόνια τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Γιατί όσο εξακολουθούμε να εισάγουμε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνουμε, εξαρτόμαστε από τις υψηλές τιμές που επικρατούν στις διεθνείς αγορές. 

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να δούμε ότι η σημερινή δύσκολη ενεργειακά κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με την δέσμευση της παγκόσμιας κοινότητας, και της ΕΕ ιδιαιτέρως, να μειώσει εντυπωσιακά τις εκπομπές τα επόμενα χρόνια ώστε να βαδίσουν προς το όραμα των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050.  Προκαλεί δε τεράστια εντύπωση η σπουδή της ΕΕ να ηγηθεί παγκόσμιας προσπάθειας για τη μείωση των εκπομπών, με ό, τι αρνητικό σημαίνει αυτό για την οικονομία της, τη στιγμή που οι συνολικές εκπομπές των 27 κρατών αντιστοιχούν μόλις στο 8,0% των παγκόσμιων ρύπων (βλέπε BP Statistical Review, 2021). Με τις μεγάλες χώρες-ρυπαντές (Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία κλπ.) να μην έχουν διάθεση να μειώσουν δραστικά τις εκπομπές και, μάλιστα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η «πρωτοπορία» της Ευρώπης υπονομεύει, ουσιαστικά, την βιομηχανία και την οικονομία της. 

Και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η σημερινή δύσκολη ενεργειακή συγκυρία μάς επιτρέπει να συνεχίσουμε την προσκόλλησή μας σε φιλόδοξους και μάλλον απραγματοποίητους περιβαλλοντικούς στόχους, με δεδομένη την αρνητική κατάσταση επί του πεδίου και την ανάγκη να εξασφαλίσουμε τις απαραίτητες ενεργειακές ροές που δυστυχώς οι ΑΠΕ ,προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπορούν να μας εγγυηθούν. Η δε διείσδυση τους στο παγκόσμιο σύστημα παραμένει πολύ μικρή παρά τα $ 3 τρισεκ. επενδύσεις τα τελευταία 12-15 χρόνια. Γι’ αυτό απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια σε ερευνητικό, κατασκευαστικό και ρυθμιστικό επίπεδο ώστε να εξαπλωθούν περαιτέρω τα ηλεκτρικά δίκτυα που, μαζί με την δυνατότητα αποθήκευσης, θα επιτρέψουν μεγαλύτερη διείσδυση στις ΑΠΕ. 

Και σε ό, τι αφορά την πολυπόθητη ενεργειακή μετάβαση σε καθαρά καύσιμα, που αποτελεί νομοτελειακή ανάγκη, πολλά μένουν να γίνουν ακόμα, αφού αυτή στην ουσία δεν έχει καν ξεκινήσει εάν κρίνουμε από την εξαιρετικά βραδεία μεταβολή του ενεργειακού ισοζυγίου τα τελευταία 50 χρόνια. Ενδεικτικό της μεγάλης αδράνειας που παρουσιάζει το παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα είναι η παρατήρηση ότι το 1973 τα ορυκτά καύσιμα ευθύνονταν για το 87% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης ενώ το 2019 η συμμετοχή τους είχε μειωθεί στο 80,9% δηλ. μόλις κατά 6,1% Με το 19,1% του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος να αντιστοιχεί: στην πυρηνική ενέργεια (5,0%), τα υδροηλεκτρικά (2,5%), τα βιοκαύσιμα και απόβλητα (9,4%) και μόλις το 2,2% να αντιστοιχεί σε όλο το φάσμα των ΑΠΕ.

 

Το παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, 1973 και 2019

Αλλά και σε επίπεδο ΕΕ βλέπουμε ότι παρά τις συστηματικές προσπάθειες πολλών δεκαετιών η συμμετοχή των ΑΠΕ παραμένει σχετικά μικρή, στο 18% του συνολικού ενεργειακού μίγματος. Και ναι μεν η ΕΕ είναι αρκετά πιο προχωρημένη σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κόσμου, όμως το μήνυμα ως προς την ανάγκη διεύρυνσης και επιτάχυνσης της προσπάθειας είναι ξεκάθαρο.

 

Παγκόσμια πρωτογενής ενεργειακή κατανάλωση ανά πηγή, 2020 

Συμπερασματικά, η ενδελεχής μελέτη και ανάλυση της δομής του ενεργειακού ισοζυγίου σε παγκόσμιο, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την κατανόηση των γεωπολιτικών εξελίξεων μάς οδηγούν στην αναζήτησή για τις λύσεις του αύριο - με το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια να συνεργάζονται με τις ΑΠΕ προκειμένου να μειωθεί ή και μηδενισθεί η χρήση άνθρακα και πετρελαίου μέσα στα επόμενα 40 με 50 χρόνια. Έτσι, ως το μεγάλο διακύβευμα στην ενεργειακή πολιτική και στον ενεργειακό σχεδιασμό, αναδεικνύεται η αναζήτηση της χρυσής τομής, δηλαδή μιας ισορροπίας ανάμεσα στην ικανοποίηση βασικών ενεργειακών αναγκών και στη μείωση των εκπομπών, με τέτοιο τρόπο που να αποφεύγονται οι πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία (δηλ. υψηλός πληθωρισμός, μείωση επενδύσεων, υποχώρηση ΑΕΠ κλπ.).

Τέλος, σε ένα άστατο κόσμο με σοβαρές γεωπολιτικές αναταράξεις η εξασφάλιση ενεργειακών πόρων (συμβατικών και ΑΠΕ) παίζει ένα ολοένα και πλέον κρίσιμο ρόλο. Οι σοβαρές απειλές του μέλλοντος (megathreats) που προβάλλουν απειλητικά και διαγράφονται τόσο σε οικονομικό όσο και σε ενεργειακό-περιβαλλοντικό επίπεδο, με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών να προμηνύουν ένα μάλλον δυστοπικό διεθνές περιβάλλον, επιβάλλουν μια συνεκτική, σώφρονα και ολιστική αντιμετώπιση χωρίς δογματισμούς και την υιοθέτηση αυθαιρέτων και εντυπωσιακών στόχων. Η δε επίτευξη ενεργειακής επάρκειας σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο, που θα παραμείνει για πολύ ένα σταθερός στόχος, περνά μέσα από ένα ισοσκελισμένο ενεργειακό ισοζύγιο.