Μπορεί ναι αλλά ίσως και όχι γιατί πραγματικά, εν μέσω ενός άστατου γεωπολιτικά κόσμου, δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Καθώς τα τελευταία πυροτεχνήματα της πρωτοχρονιάς έσβηναν πίσω από το εμβληματικό περίγραμμα της Ακρόπολης, ο νέος χρόνος έδινε την εντύπωση ότι κυλούσε αργά και μάλλον διστακτικά, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, με περισσότερα ερωτήματα στον ορίζοντα παρά προσδοκίες και εφικτές λύσεις. Μετά από ένα σχεδόν χρόνο πολέμου στο κέντρο της Ευρώπης και τα σύννεφα της ύφεσης ήδη να βαραίνουν την οικονομία, η ψυχολογία κάθε άλλο παρά θετική είναι. Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα εάν εξετάσουμε έστω και επιφανειακά το παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο.
Ξεκινώντας από το πετρέλαιο, που εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ανά τον κόσμο ενεργειακών αγορών, η κατάσταση κάθε άλλο παρά ικανοποιητική μπορεί να θεωρηθεί αφού το φάσμα της επαρκούς και αδιατάρακτης προμήθειας πλανάται πάνω από τη υφήλιο. Και δεν μπορούσαν να είναι διαφορετικά τα πράγματα αφού το 2023 μπαίνει με την παγκόσμιο πετρελαϊκή αγορά πρακτικά κομμένη στα δύο. Τα τελευταία τριάντα και κάτι χρόνια το πετρέλαιο έρεε ελεύθερα στις παγκόσμιες αγορές κατευθυνόμενο στους αγοραστές που προσέφεραν τις υψηλότερες τιμές. Σήμερα, μετά τις πρωτόγνωρες κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας λόγω της εισβολής της τελευταίας στην Ουκρανία, αυτό έχει αλλάξει και η αγορά έχει κυριολεκτικά αναποδογυρίσει.
Τώρα το ρωσικό πετρέλαιο, που καλύπτει περίπου το 10% της παγκόσμιας ζήτησης, κατευθύνεται σε Ινδία, Κίνα και Τουρκία, οι χώρες του Κόλπου έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη με τις ΗΠΑ να τροφοδοτούν την γηραιά ήπειρο με πετρελαϊκά προϊόντα και την παραγωγή από τις χώρες της Μέσης Ανατολής να καλύπτει τις ανάγκες του υπόλοιπου κόσμου. Το πως αυτό το σύστημα θα λειτουργήσει τους επόμενους 12 μήνες, το εάν και πως θα εφαρμοσθούν οι κυρώσεις κατά της Μόσχας, το ποιος ή ποιοι θα αναλάβουν την εμπορία του ρωσικού πετρελαίου είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία των τιμών και γενικά την εξέλιξη της αγοράς για τα επόμενα χρόνια.
Το ίδιο, εάν και σε μικρότερο βαθμό, κατακερματισμένη εμφανίζεται η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου. Και αυτό γιατί το κέντρο βάρος της ανωμαλίας βρίσκεται στην Ευρώπη, με τις διάσπαρτες αγορές της να υφίστανται τις άμεσες επιπτώσεις από την προσπάθεια απεξάρτησης από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου. Χωρίς στην ουσία να έχει επιβληθεί embargo στις εισαγωγές ρωσικού αερίου πολλές χώρες επέλεξαν την αποκοπή τους από το ενεργειακό άρμα της Μόσχας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι εξαγωγές ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη κατά 70 bcm το 2022 (με τις συνολικές ετήσιες εξαγωγές να περιορισθούν περίπου στα 85 bcm) και αυτές να αντικατασταθούν από νορβηγικό αέριο μέσω αγωγών και κυρίως από LNG.Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία η Ευρώπη το 2022 εισήγαγε 154 bcm LNG, από διάφορες χώρες αλλά κυρίως από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Αλγερία, σε σύγκριση με 94 bcm το 2021.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν η προσωρινή έλλειψη περί τα 20-25 bcm από την ευρωπαϊκή αγορά αερίου το περασμένο καλοκαίρι, που αντιστοιχεί στο 1,5% της διεθνούς αγοράς,που έδωσε λαβή για την εκτίναξη των τιμών αερίου στο TTF που έφθασαν τα € 345/MWh τον Αύγουστο. Για να αποκλιμακωθούν αργότερα στα € 75 με € 85 / MWh όταν πληρώθηκαν οι υπόγειες δεξαμενές και με τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν το τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Σήμερα το LNG αντιστοιχεί στο 42% του διεθνούς διασυνοριακού εμπορίου αερίου σε μια παγκόσμια αγορά που υπολογίζεται στα 1220 bcm ετησίως. Όμως με την ραγδαία ανάπτυξη που σημειώνει η αγορά LNG τα τελευταία χρόνια πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι πριν το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας το LNG θα έχει ξεπεράσει σε παραδώσεις την αγορά αερίου μέσω αγωγών.
Αντίστοιχη ήταν η κινητικότητα της αγοράς LNG carriers, (η οποία είναι από την φύση της περιορισμένη καθώς τα περισσότερα πλοία είναι έτσι κι αλλιώς σε χρονοναυλώσεις) όπου το 2022 είδε να αυξάνεται με εκρηκτικό ρυθμό η ζήτηση πλοίων. Η υποχρεωτική στροφή της Ευρώπης σε LNG για την αντικατάσταση του ρωσικού αερίου ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό τα ναύλα και αύξησε τις ανάγκες σε πλοία. Έτσι ενώ το 2021 άλλαξαν χέρια μόνο 35 πλοία, το 2022 οι αγοραπωλησίες άγγιξαν τις 100 σημειώνοντας ιστορικό ρεκόρ. Με την μερίδα του λέοντος να έχουν τα μεγάλα πλοία μεταφοράς φ.αερίου (VLGC).
Ενώ η αβεβαιότητα ως προς την προμήθεια και η μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές αποτελούν σχεδόν μόνιμα χαρακτηριστικά των αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε αντίθεση ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΕΠ) παρουσιάζει λιγότερες αστάθειες. Εδώ τα προβλήματα έχουν να κάνουν με την εφοδιαστική αλυσίδα των κρίσιμων εξαρτημάτων και υλικών καθώς και με την αδειοδότηση για την κατασκευή εγκαταστάσεων που απαιτούν μεγάλες εκτάσεις και συχνά τοποθετούνται σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές. Παρά το γεγονός ότι η συμβολή των ΑΠΕ στο παγκόσμιο μίγμα παραγωγής ενέργειας είναι κάτω του 2,0% η σημασία τους ξεπερνά κατά πολύ την περιορισμένη συμμετοχή τους καθότι αποτελούν μέρος της λύσης για την μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου. Το 2022 η συνολική εγκατεστημένη ισχύς όλων των ΑΠΕ ξεπέρασε τα 3602 GW σημειώνοντας μια αύξηση σχεδόν 11,0% σε σύγκριση με το 2021 με τις αιολικές μονάδες να ανέρχονται στα 926 GW συνολικά και τα ηλιακά συστήματα, φωτοβολταϊκά και θερμικά, να φθάνουν τα 1101 GW.