Κλυδωνισμοί στην οικονομία, διευρύνθηκαν οι ανισότητες μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών

Εξέπληξε την κοινή γνώμη αλλά και τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς των δυτικών κοινωνιών η ακραία, σκληρή και παρατεταμένη εφαρμογή της επί τρία χρόνια. Αιφνιδίασε η ασυνήθιστη για τα κινεζικά δεδομένα κλίμακα της κοινωνικής αντίδρασης και σοκάρισε η βίαιη καταστολή αυτής της αντίδρασης. Και τελικά αποσύρθηκε χωρίς καμία εξήγηση ούτε από τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ που την επέλεξε, αλλά ούτε από κανέναν άλλον. Στο μεταξύ, όμως, είχε προλάβει να προκαλέσει ζημιά τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία της Κίνας, με ίσως βαθύτερη και πιο δύσκολα αντιστρέψιμη τη διεύρυνση των ούτως ή άλλως χαοτικών ανισοτήτων στη δεύτερη οικονομία του πλανήτη.

Η πολιτική της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό έπληξε ποικιλοτρόπως τα φτωχά στρώματα της Κίνας τη στιγμή που διακηρυγμένος στόχος και προτεραιότητα του Κινέζου προέδρου είναι «η κοινή ευημερία», η γεφύρωση των ανισοτήτων και η επιστροφή στις αξίες του σοσιαλισμού. Προσείλκυσε το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ, που εστιάστηκαν, όμως, σε όσα άπτονται των συμφερόντων του δυτικού κόσμου: την πτώση στην κατανάλωση και τη βιομηχανική παραγωγή, τη ραγδαία επιβράδυνση της ανάπτυξης και τα συνεπακόλουθα ρήγματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Μοιάζει, αντίθετα, να κρύβεται σε ένα έρεβος το καθοριστικό οικονομικό πλήγμα που έχουν δεχθεί οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες της αχανούς χώρας, οι αγροτικοί πληθυσμοί της, τα φτωχότερα στρώματα και γενικότερα οι μη έχοντες. Τα εκτεταμένα lockdowns περιόρισαν δραματικά την πρόσβαση στην εκπαίδευση και εν προκειμένω στην τηλεκπαίδευση για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών αγροτικών περιοχών κλείνοντας τον μοναδικό δρόμο προς την κοινωνική ανέλιξη. Και αυτό συμβαίνει ενώ η ανεργία των νέων της Κίνας βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, καθώς έπειτα από τρία χρόνια lockdowns και διακοπών στην παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα μεγάλη μερίδα των νέων δεν είχαν καμία ευκαιρία να διοχετευθούν στην αγορά εργασίας.

 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, την περίοδο των σκληρών lockdowns σχεδόν 1,5 δισ. μαθητές σχολείου ανά τον κόσμο βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση ως προς τις δυνατότητές τους να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους μέσω Ιντερνετ όταν έκλεισαν τα σχολεία τους. Στην Κίνα, όμως, τα μακροχρόνια lockdowns αντέστρεψαν τις προσπάθειες που καταβάλλονταν τα τελευταία χρόνια με τεράστιες επενδύσεις του κράτους στα σχολεία και γενικότερα στην εκπαίδευση στις αγροτικές περιοχές. Το ζητούμενο αυτών των προσπαθειών ήταν να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στα πλούσια στρώματα των αστικών κέντρων και τους φτωχούς της υπαίθρου σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των μαθητών στη σύγχρονη εκπαίδευση.

Με το πρώτο σκληρό lockdown, άλλωστε, το κινεζικό υπουργείο Παιδείας και οι συναφείς Αρχές έσπευσαν να επεκτείνουν τις συνδέσεις με το Ιντερνετ σε όλες τις αγροτικές περιοχές της χώρας για να διασφαλίσουν τη μετατροπή των σχολείων σε τηλεκπαίδευση. Η ποιότητα της σύνδεσης ήταν, όμως, κακή, ενώ την ίδια στιγμή ήταν περιορισμένες οι δυνατότητες πρόσβασης που είχαν τα παιδιά των φτωχών αγροτικών οικογενειών. Πολλές από τις οικογένειες αυτής της κατηγορίας είχαν τρία παιδιά, αλλά διέθεταν στο σπίτι μόνο έναν φορητό υπολογιστή και ένα ή δύο κινητά τηλέφωνα. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να έχουν όλα τα παιδιά ταυτόχρονη πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση. Τα παιδιά των εύπορων οικογενειών στα αστικά κέντρα είχαν σαφώς καλύτερη πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση και συνήθως πολύ καλύτερες συνθήκες στο σπίτι, ειδικότερα όταν οι γονείς τους ήταν ήδη απόφοιτοι πανεπιστημίων και σε θέση να τα βοηθήσουν.

Η πολιτική της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό περιόρισε δραματικά την πρόσβαση στην εκπαίδευση για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")