Η άβολη αυτή πραγματικότητα επισκιάζεται από την είδηση για το έλλειμμα- ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (γνωστό ως και ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών) που αποτελεί ένα βασικό δείκτη για την υγεία των δημοσίων οικονομικών.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το Γενικό Λογιστήριο του κράτους το 2022 θα κλείσει με το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να ξεπερνά τα € 18 δισεκ. σχεδόν € 6 δισεκ. επιπλέον αυτού που σημειώθηκε το 2021. Πρόκειται για το μεγαλύτερο έλλειμμα που έχει καταγράφει από το 2011 όταν το αντίστοιχα έλλειμμα έφθασε τα € 17,8 δισεκ. Βασική αιτία για το πρωτοφανές έλλειμμα είναι η ραγδαία αύξηση των εισαγωγών που το οκτάμηνο Ιανουάριος-Αύγουστος έφθασαν τα € 59,569 δισεκ. έναντι εξαγωγών € 35,140 δισεκ.
Με τα εισαγόμενα καύσιμα, δηλ. πετρέλαιο και φυσικό αέριο, να αντιστοιχούν στα € 18,999 δισεκ. δηλαδή στο 31,8 % . Αλλά και εάν ακόμα προσθαφαιρέσουμε τις εισαγωγές- εξαγωγές καυσίμων στο 8μηνο του 2022,,όπου έχουμε επιβεβαιωμένα στοιχεία, θα δούμε ότι οι καθαρά εισαγόμενοι υδρογονάνθρακες (net oil and gas imports) αντιπροσωπεύουν το 30,3%
Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε το γενικότερο πρόβλημα με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που εφέτος εστιάζεται στο γενικευμένο κύμα ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων όλων των ειδών, κυρίως στην Ευρώπη, -λόγω του υψηλού πληθωρισμού που για τον Δεκέμβριο 2022 έτρεχε στο 9,2 % στην ΕΕ - και απ´ όπου προέρχεται ο κύριος όγκος των εισαγωγών της Ελλάδας, οι υψηλές εισαγωγές καυσίμων αποτελούν, αναλογικά, από μόνες τους την κατηγορία προϊόντων που ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό που επηρεάζει την διαμόρφωση του εν λόγω ισοζυγίου.
Σε ότι αφορά το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, και κατά συνέπεια το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά και το ΑΕΠ, αυτό που μετράει δεν είναι ο ρυθμός μεταβολής των τιμών (δηλαδή ο πληθωρισμός) αλλά οι τιμές στις οποίες πραγματοποιούνται οι προμήθειες και αυτό είναι ολοένα και ακριβότερες. Να θυμίσουμε ότι το 2022 βιώσαμε τις υψηλότερες ιστορικά τιμές φυσικού αερίου, με το TTF να εκτοξεύεται στα € 345 την μεγαβατώρα τον περασμένο Αύγουστο, με μέση τιμή στην Ευρώπη για τον χρόνο που πέρασε να διαμορφώνεται πάνω στα € 135,8 / MWh, ενώ και οι τιμές του πετρελαίου άγγιξαν τα $ 125 το βαρέλι Brent, με μέση τιμή για το 2022 να διαμορφώνεται στα $ 104,78 ανά βαρέλι. Αυτές οι τιμές, αν και ασυνήθιστα υψηλές, δεν εμπόδισαν την κατανάλωση η οποία κάμφθηκε μόνο οριακά αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη μεγάλη ανελαστικότητα των ενεργειακών τιμών.
Έτσι οι εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για μια ακόμα φορά ρίχνουν στα βράχια το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών με δυσμενείς συνέπειες για το ΑΕΠ και την οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Μπορεί τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές του αερίου και κατά συνέπεια του ηλεκτρισμού, να έχουν υποχωρήσει εντυπωσιακά ( με το αέριο στο TTF να κινείται πλέον πέριξ των € 60-70 /MWh και το Brent στα $ 85 το βαρέλι), πράγμα που έχει δώσει μια αισιοδοξία στο οικονομικό επιτελείο, όμως δεν συνιστά εφησυχασμό καθότι οι ενεργειακές τιμές είναι λίαν ευμετάβλητες και μια νέα γεωπολιτική ανωμαλία θα τις στείλει πάλι σε νέα υψηλά.
Σε κάθε περίπτωση η αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμές στην αρχή της χρονιάς έτυχε θετικής αποδοχής από το υπουργείο Οικονομικών διότι, πρώτον περιορίζει τις ανάγκες διάθεσης δημόσιο οικονομικού χώρου για την επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος, και δεύτερον γιατί μπορεί να περιορίσει την αξία των ενεργειακών εισαγωγών οι οποίες επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα το 2022. Στην πράξη με την τιμή του φυσικού αερίου στα σημερινά επίπεδα, η αγορά έχει επιστρέψει στα επίπεδα του Δ τριμήνου του 2021, ενώ η υποχώρηση συγκριτικά με τα ιστορικά υψηλά του 2022 ξεπερνά το 70%. Βέβαια για να αποτυπωθεί αυτή η πτώση στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, και ιδίως στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, θα χρειαστεί να περάσει αρκετό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον 6 μήνες, και χωρίς μεγάλα ανεβοκατεβάσματα στις τιμές.
Παραδοσιακά οι εισαγωγές καυσίμων στην Ελλάδα και το υψηλό κονδύλι συναλλάγματος που πρέπει κάθε χρόνο να διαθέτει η χώρα για την εξασφάλιση τους, αφού εισάγεται σχεδόν το 100%, αποτελούν αγκάθι για τα δημόσια οικονομικά. Κάτι που επιδεινώθηκε για το 2022 όπως δείχνουν τα ανωτέρω νούμερα. Έτσι, για μια ακόμα φορά αναδεικνύεται η χρησιμότητα και το οικονομικό όφελος που θα είχε η προώθηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου που παρά τα φιλόδοξα ευρωπαϊκά και εθνικά σχέδια και στόχους περί αντικατάστασης τους με ΑΠΕ, θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια ακόμα να αποτελούν την βάση για τις μεταφορές, την ηλεκτροπαραγωγή και την βιομηχανία.