Η έξοδος από την πανδημία σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία ανέδειξαν δυο μεγάλους κινδύνους για την Ελλάδα. Την αυξημένη πιθανότητα έλλειψης ενέργειας και τις συστηματικά υψηλότερες τιμές ηλεκτρισμού απέναντι στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ. Πέρα από κρίσιμες λειτουργίες που απαιτούν συνεχή ηλεκτρική τροφοδοσία (πχ τηλεπικοινωνίες, διανομή καυσίμων, νοσοκομεία), η αντιμετώπιση της κλιματικής απειλής οδηγεί στον εξηλεκτρισμό όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων, όπως

η αυτοκίνηση, αυξάνοντας τις απαιτήσεις επάρκειας. Η διαφορά τιμών ηλεκτρισμού μειώνει την ανταγωνιστικότητα, όχι μόνον της βαριάς βιομηχανίας όπως επανειλημμένα έχει προειδοποιήσει ο ΣΕΒ, αλλά ολόκληρης της οικονομίας. Η εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας και η αναστροφή της διαφοράς τιμών αποτελούν προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Το ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα αδυνατεί, στην σημερινή κατάστασή του, να δεχθεί πρόσθετες ΑΠΕ σε αρκετές γεωγραφικές περιφέρειες και επιβαρύνεται από πλευράς ισχύος με την σύνδεση Κρήτης και νησιών. Επιπλέον εξαρτάται από τέσσερεις χώρες (Αλβανία, Β. Μακεδονία, Βουλγαρία, Τουρκία) με πολιτικές δυσκολίες, αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας και τεχνικώς περιορισμένα συστήματα ηλεκτρισμού.

Ο τριπλασιασμός της εγκατεστημένης ισχύος των ΑΕΠ μέχρι το 2030, όπως προβλέπει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που είναι σε διαβούλευση, επιτείνει δύο προβλήματα: Τις «κακές» μέρες, χωρίς ήλιο και αέρα δεν επαρκεί η ισχύς για να διατηρήσει το διασυνδεδεμένο σύστημα σε συνεχή και πλήρη λειτουργία και χρειάζονται εισαγωγές, ενώ τις «καλές» μέρες περισσεύει ενέργεια που θα πρέπει να εξαχθεί.

Για να αντιμετωπισθούν αυτά αποτελεσματικά, το σύστημα θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 11GW σίγουρης ισχύος (θερμικής και υδροηλεκτρικής) και μεγάλη διασύνδεση, της τάξης των 3GW, με την αγορά της κεντρικής Ευρώπης. Επιπρόσθετα, η επάρκεια τροφοδοσίας με φυσικό αέριο θα ενισχυθεί με την δημιουργία πρόσθετου αποθηκευτικού χώρου, εκτός Ρεβυνθούσας, στο εξαντλημένο κοίτασμα του Πρίνου, ώστε περιστασιακές μειώσεις η διακοπές ροών να μην έχουν επίπτωση στην ηλεκτροπαραγωγή.

Στις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού στην Ελλάδα δεν υπάρχει ουσιαστικά ανταγωνισμός ώστε να ωθούνται οι τιμές προς τα κάτω. Στο φυσικό αέριο υπάρχει έλλειψη αποθηκών και περιορισμένη προς το παρόν χωρητικότητα εισόδου LNG στην αγορά. Στον ηλεκτρισμό, οι ΑΠΕ είναι εκτός αγοράς, με σταθερή συμβατική τιμή, ενώ οι θερμικές μονάδες χρειάζονται όλες για την ευσταθή λειτουργία του συστήματος, με την  ακριβότερη να καθορίζει την τιμή. Μόνον οι εισαγωγές από φθηνότερες χώρες ασκούν πίεση στις τιμές.

Είναι σαφές ότι το ευρωπαϊκό target model δεν λειτουργεί ούτε στην ΕΕ ούτε στην Ελλάδα, και χρειάζεται αλλαγή εκ βάθρων. Οι προτάσεις της Επίτροπου Ενέργειας Kadri Simson, οι οποίες  ανακατεύουν ασαφείς ορισμούς της οριακής τιμής, αντικατάσταση μακροπρόθεσμων συμβολαίων με πλειστηριασμούς  και φορολογία ενεργειακών εταιρειών, είναι απίθανο να λύσουν το πρόβλημα αλλά μάλλον θα το διευρύνουν.

Παράλληλα με  την αύξηση των ΑΠΕ, πέντε άξονες πολιτικής πρέπει να ενταχθούν στο νέο ΕΣΕΚ.

Πρώτον, ενίσχυση του διασυνδεδεμένου συστήματος για ευστάθεια, σύνδεση των ΑΠΕ και γρήγορη ένταξη όλων των νησιών.

Δεύτερο, διασύνδεση μεγάλης χωρητικότητας με  την κεντρική ευρωπαϊκή αγορά για την βελτιστοποίηση των οικονομικών των ΑΠΕ και της επάρκειας.

Τρίτον, εξασφάλιση περιθωρίου επάρκειας τόσο για την αντιμετώπιση μικρών η μεγαλύτερων κρίσεων όσο και για την αδιάκοπη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης. Εδώ σημαντικό ρόλο μπορούν να έχουν οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί με την μείωση της σημασίας της άρδευσης στην  διαχείριση τους.

Τέταρτο, δημιουργία αποθηκών φυσικού αερίου, πέραν της ηλεκτρικής αποθήκευσης.

Πέμπτο, αλλαγή φιλοσοφίας στην αγορά ηλεκτρισμού, με ένταξη των ΑΠΕ και διαχωρισμού της σε μη χρηματιστηριακή αγορά διάθεσης ισχύος και διάθεσης ενέργειας.

Η ανταγωνιστικότητα και η αδιάλειπτη λειτουργία της οικονομίας απαιτούν την μείωση των τιμών ηλεκτρισμού και του κίνδυνου μη επάρκειας ηλεκτρικής ισχύος. Η υπερβάλλουσα επένδυση σε ΑΠΕ θα αξιοποιηθεί και η επάρκεια θα εξασφαλισθεί με καλύτερο ηλεκτρικό σύστημα και διασυνδέσεις με μεγάλες αγορές και χώρες υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης. Η αύξηση του ανταγωνισμού με αποθήκευση, αλλαγές στη διάρθρωση της  αγοράς και διασυνδέσεις θα μειώσει σταδιακά τις τιμές σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ. Είναι ώρα για μια συμπαγή και οικονομικά στοχευμένη ενεργειακή πολιτική.

*Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων