Για αύριο Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου, η ΠΟΠΕΚ προβλέπει ότι θα υπάρξει μικρή μείωση στις τιμές διυλιστηρίου για τις βενζίνες και το υγραέριο κίνησης και σημαντική πτώση στις τιμές του πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης.
Την ίδια ώρα, στην αγορά της Κύπρου, η μέση τιμή στην αντλία κυμαίνεται πέριξ του 1,40 ευρώ ανά λίτρο, σύμφωνα με το παρατητήριο λιανικών τιμών καυσίμων, ενώ στην αγορά της Πορτογαλίας, η αντίστοιχη μέση τιμή για την περίοδο 17 Οκτωβρίου 2022-23 Ιανουαρίου 2023 ήταν τα 1,67 ευρώ ανά λίτρο.
Μια σύντομη αναδρομή στα τεκταινόμενα στην εγχώρια αγορά λιανικής υγρών καυσίμων αρκεί για να αντιληφθούμε γιατί η Ελλάδα διεκδικεί τα σκήπτρα της ακρίβειας, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2005 η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων ήταν 0,892 ευρώ ανά λίτρο (μετά τους φόρους). Το 2012 είχε πετάξει στο 1,75 ευρώ ανά λίτρο. Μεσολάβησε η υποχώρησή της στο 1,394 ευρώ ανά λίτρο το 2016 και το 2019 βρισκόταν ήδη στο 1,586 ευρώ, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε ήταν 1,42 ευρώ ανά λίτρο.
Τα ίδια ισχύουν αναλογικά και για τις τιμές του πετρελαίου κίνησης. Το 2005 η μέση τιμή ήταν στα 0,886 ευρώ ανά λίτρο, το 2012, μεσούσης της κρίσης των μνημονίων έφθασε στο 1,535 ευρώ, ενώ το 2019 είχε “υποχωρήσει” στο 1,38 ευρώ ανά λίτρο.

(Διακύμανση τιμών Brent, τελευταίας τριετίας. Πηγή: FT.com)

(Χάρτης τιμών αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων στην Ε.Ε., Ιανουάριος 2023. Πηγή: mappr.co)
Βασική αιτία προβάλλεται και είναι η υψηλή φορολόγηση και δασμολόγηση των υγρών καυσίμων. Ο επιβαλλόμενος φόρος στη χώρα μας ξεπερνά κατά περισσότερο από 20% τον μέσον όρο στην Ευρωζώνη. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2019, το ύψος των δασμών και των φόρων στην αμόλυβδη βενζίνη συνιστά το μεγαλύτερο μέρος της τελικής τιμής από το 2009 και εντεύθεν (64% το 2019). Στο δε πετρέλαιο κίνησης, το μερίδιο των φόρων και των δασμών αποτελεί πάνω από το 50% της τελικής τιμής.
Η διακύμανση της τιμής των καυσίμων στην αντλία, τόσο για τη βενζίνη όσο και για το ντίζελ, είναι αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων και δεν αφορά μόνο το κόστος παραγωγής και διανομής. Σε αυτόν τον παρονομαστή πρέπει να προστεθούν ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) που στα όρια δικαιοδοσίας της Ε.Ε. αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της τιμής του καυσίμου.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι η πολυπλοκότητα που διέπει τη λειτουργία της βιομηχανίας πετρελαίου. Οι καιρικές συνθήκες, οι ανάγκες της πολιτικής από χώρα σε χώρα καθώς και γεωπολιτικοί παράγοντες επιδρούν στις τιμές των καυσίμων. Συνολικά, τέσσερις παράγοντες έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή: το κόστος του αργού πετρελαίου, το κόστος και τα κέρδη διύλισης, το κόστος διανομής και εμπορίας και οι επιβαλλόμενοι φόροι στα καύσιμα. Η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών ενέργειας έχει ποσοτικοποιήσει αυτούς τους παράγοντες ως εξής: Τιμές αργού πετρελαίου, 54%, κόστος διύλισης, 14%, Φόροι, 16% και κόστος διανομής και εμπορίας, 16%
Βέβαια, η ελληνική περίπτωση ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα, καθώς παραμερίζει τον παράγοντα με τη μεγαλύτερη επιρροή, ήτοι, το κόστος του αργού πετρελαίου, και αναδεινύει ως βασικό μοχλό διαμόρφωσης των τιμών τους φόρους και τους δασμούς.