Μόνον εικασίες μπορούν να γίνουν όσον αφορά στην διήμερη επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονυ Μπλίκεν στην Αθήνα, αλλ’ είναι προφανές ότι «κάτι ζητάει» από την Ελληνική κυβέρνηση. Το ζήτημα είναι τί άλλο μπορεί να δώσει, χωρίς κίνδυνο του εθνικού της συμφέροντος, η Ελλάς!

Προερχόμενος ο κ. Μπλίνκεν απ’ την Άγκυρα, όπου υπεσχέθη στον Ερντογάν έκτακτη βοήθεια 100 εκατομ.$ και «ό, τι άλλο επιθυμεί η καρδιά του», είναι προφανές ότι η Τουρκία θα ήθελε ησυχία στις σχέσεις της με την Ελλάδα όσον διαρκεί η προσπάθεια ανασυγκροτήσεως της, η οποία, ως φαίνεται από τις 60.000 νεκρούς, 200.000 τραυματίες και δύο εκατομύρια αστέγους εν μέσω χειμώνος, έχει απωλέσει το 1/6 του εθνικού της εισοδήματος και πρέπει ν’ανακτηθή συντόμως. Άλλως, κοινωνικώς κινδυνεύει

Η προγραμματισμένη επίσκεψη στην Αμερικανική βάση του Ιντσιρλίκ και το ζήτημα της εντάξεως της Σουηδίας και Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι δύο θέματα αλληλένδετα με τον παρατεινόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Καθώς ο κ. Μπλίνκεν δεν βλέπει συντόμως διαπραγματεύσεις ειρηνεύσεως της σπαρασσομένης χώρας, υπάρχει η ανάγκη συσπειρώσεως της Νατοϊκής συμμαχίας. Όθεν και τ’ ανταλλάγματα που υποτίθεται θα ζήτησε ο Ερντογάν. Τα Αμερικανικά F-16, πάντως, είναι δεδομένα…

Εν πρώτοις, η διατήρηση της «ενδιάμεσης θέσης» της Τουρκίας, ως συνομιλητού του Πούτιν, χωρίς απειλήν κυρώσεων εκ μέρους της Δύσεως, που άλλως θα είχε νοήμα κι ίσως κάποιο αποτέλεσμα. Η στάσις της Τουρκίας, επίσης, απέναντι στην Συρία απασχολεί του Αμερικανούς λόγω της συνεχιζομένης αναμετρήσεως των με το Ισλαμικό κράτος, που «ζεί και βασιλεύει» στην Εγγύς Ανατολή ως ο βασιλιάς Αλέξανδρος, κάποτε…

Η Συρία επιζητεί μία αναγνώριση από την Αμερική και άρση της απομονώσεως του καθεστώτος ΄Ασαντ, πράγμα που δεν βρίσκει σύμφωνο τον Ερντογάν, ο οποίος με δυσκολία (και Αμερικανικές πιέσεις αν όχι απειλές) ανέστειλε νέα εισβολή στο Συριακό έδαφος. Οι στενές σχέσεις των Αμερικανών με τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ ενοχλούν πολύ τους φιλύποπτους Τούρκους πασάδες.

Μία άλλη «ενόχληση» του βαθέως κράτους της Τουρκίας είναι η αυξανομένη παρουσία των Αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και η χρήση των βάσεων των , στην Ελλάδα, όπως της Σούδας, Αλεξανδρουπόλεως, Στεφανοβίκειου και Λαρίσσης. Δεν θα ήθελαν περαιτέρω σύσφιγξη των Ελληνοαμερικανικών στρατιωτικών σχέσεων και αυτό ίσως να είναι το θέμα του «στρατηγικού διαλόγου» του κ.Μπλίνκεν με τον κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, ΄Ελληνα  υπουργό Άμυνας. Αναμείνατε και το ζήτημα του αφοπλισμού των Ελληνικών νήσων που είναι εθνικώς αδιανόητο.

Εν ολίγοις, η επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ είναι μία επιστροφή στις πιέσεις του Στέητ Ντηπάρτμεντ επί της Ελληνικής κυβερνήσεως «να τα βρεί με την Τουρκία» - την συνήθη επωδό όλων των παρεμβάσεων του στο παρελθόν.

Δεν είναι μόνον η επάνοδος της συνήθους τακτικής των Αμερικανών διπλωματών «πρώτα πάμε στην Τουρκία και μετά στην Ελλάδα», που είχε διακοπεί επί υπουργείας του πρώην ΥΠΕΞ Μάϊκ Πομπέο. Είναι κυρίως ότι η Ελλάδα θεωρείται «δεδομένη σύμμαχος», ενώ η Τουρκία επίδοξος συνεργάτης.

Οι Αμερικανοί γοητεύονται από το μέγεθος, τον πολυάριθμο στρατό και την στρατηγική θέση της Τουρκίας και δεν αντιλαμβάνονται πόσον σαθρό είναι το καθεστώς του Ερντογάν – ιδίως εν όψει εκλογών κατόπιν του φονικού σεισμού.

Επίσης θεωρούν εκ πείρας «ότι δεν έχει σημασία τις λέγουν οι Έλληνες πολιτικοί (π.χ. Κων/νος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κ. Σημίτης, Αλέξης Τσίπρας και τινές Νοεδημοκράτες) αλλά τι κάνουν». Ουδέποτε παρασπονδούν ακόμη και αν πρόκειται να προασπίσουν ζωτικά εθνικά συμφέροντα (π.χ. κατά το πογκρόμ Κωνστανινουπολιτών το έτος 1955, την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και την κατάλυση της Ελληνικής κυριαρχίας στα Ίμια το 1996).

Με αυτήν την νοοτροπία δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν οι Αμερικανοί διπλωμάτες ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα εν όψει των κρισίμων εκλογών του Απριλίου. Υπάρχει κάποια εξισορρόπηση στις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ίδίως από τα νομοθετικά  σώματα των ΗΠΑ.