τα λεκτικά σχήματα μοιάζουν να ωχριούν μπροστά στο μέγεθος και τη σημασία ενός γεγονότος- καταλύτη. Μία τέτοια περίπτωση ζήσαμε το πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου 2022, όταν ξυπνήσαμε με την είδηση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και τις εικόνες των πρώτων μαχών. Τις επόμενες μέρες, όταν επιβεβαιώθηκε η βούληση της Δύσης να στηρίξει ολόθυμα την Ουκρανία, έγινε αντιληπτό ότι αυτός ο πόλεμος, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του, θα ήταν από τα γεγονότα που χωρίζουν τον κόσμο σε πριν και μετά.
Ήταν ακόμα ένα οδυνηρό μάθημα για την Ευρώπη για την οποία, το τέλος του ψυχρού πολέμου στάθηκε αφορμή να υποκαταστήσει, σταδιακά, τη σημασία της γεωπολιτικής, δίνοντας προτεραιότητα σε μια οικονομίστικη προσέγγιση των πραγμάτων, υπό την έννοια ότι οι στενές εμπορικές σχέσεις με την Ρωσία και η απειλή διακοπής τους, θα ήταν αρκετές για να την αποτρέψουν να οδηγήσει την Γηραιά ήπειρο σε νέες περιπέτειες.
Ίσως σε κανένα άλλο τομέα δεν έγιναν πιο άμεσα και πιο έντονα αισθητές οι συνέπειες του πολέμου όσο στην ενέργεια. Από τη μια στιγμή στην άλλη κατέρρευσαν βεβαιότητες και σχεδιασμοί δεκαετιών. Είδαμε τις τιμές του ρεύματος και των ορυκτών καυσίμων να εκτοξεύονται στα ύψη, συμπαρασύροντας όλο το εύρος της οικονομικής δραστηριότητας και βρεθήκαμε μπροστά στον κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε γενικευμένες διακοπές της ηλεκτροδότησης σε όλη την Ευρώπη.
Μπροστά σε αυτή την απειλή, οι χώρες τις Ευρώπης έσπευσαν να μεταβάλλουν τον ενεργειακό τους σχεδιασμό και να προτεραιοποιήσουν την εφαρμογή της μιας πολιτικής απεξάρτησης από τις προμήθειες ρωσικού αερίου και πετρελαίου, κάτι που ήταν εξ αρχής μια πολύ δύσκολη άσκηση. Και τούτο, επειδή το 2021, οι χώρες της Ε.Ε. εισήγαγαν 155 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) ρωσικού φυσικού αερίου, που αντιπροσώπευαν περίπου το 45% των συνολικών εισαγωγών, ενώ άλλοι περίπου 200 εκατ. τόνοι ήταν οι συνολικές εισαγωγές αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών από την Ρωσική Ομοσπονδία.
Κι όμως, ένα χρόνο μετά βλέπουμε ότι χάρη στα μέτρα που λάβαμε, ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των εισαγωγών έχει υποκατασταθεί από άλλες πηγές, ενώ πετύχαμε να μειώσουμε και την κατανάλωση, εξοικονομώντας ενέργεια και πόρους.
Πλέον οι περισσότερες χώρες τις Ευρώπης έχουν περιορίσει σημαντικά τις εισαγωγές ρωσικού αερίου, ενώ ακόμα και η Γερμανία που πριν από το πόλεμο εισήγαγε από την Ρωσία το 60% του αερίου που χρειαζόταν, εδώ και μερικούς μήνες έχει μηδενίσει τις εισαγωγές της από αυτή τη χώρα.
Το ίδιο ισχύει από τις αρχές του έτους και για την Ελλάδα, αν και με όρους επαχθείς για τους «27», καθότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η απεξάρτησή μας από τις εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών προϊόντων συντελέστηκε με τεράστιο οικονομικό κόστος που πλησιάζει τα 800 δις € για το σύνολο της Ε.Ε.
Και όμως! Το ξέσπασμα και η κορύφωση της κρίση, αντί να επιβραδύνει τους σχεδιασμούς μας για την ενεργειακή μετάβαση, όπως φοβήθηκε ένα μεγάλο τμήμα της αγοράς, έδωσε νέα ώθηση. Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας είναι, άλλωστε, πολύ πιο ανθεκτική σε εξωγενείς κρίσεις λόγω του σχεδιασμού και των χαρακτηριστικών της, κάτι που ενισχύει σημαντικά την ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια της χώρας.Το νέο επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), θέτει πλέον ως στόχο το 80% της εγχώριας ζήτησης το 2030, να καλύπτεται από ΑΠΕ, από 60% που προέβλεπε το αρχικό ΕΣΕΚ, το 2019.
Παρατηρούμε επομένως, ό,τι κάθε κρίση που ενσκήπτει προκαλεί μεν οικονομική, πολιτική και κοινωνική απορρύθμιση, ωστόσο συνοδεύεται από ευρείες ανακατατάξεις και σε κάθε περίπτωση δημιουργεί ευκαιρίες. Η χώρα μας διαθέτει, στο νέο ενεργειακό κόσμο που ανατέλλει, μια σειρά από ισχυρά ανταγωνιστικά και γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που ενισχύουν της θέση της.
Είναι ουσιαστικά η μόνη ασφαλής και σταθερή πύλη της Ευρώπης προς την Ανατολή και σε μια ευρεία γεωγραφική ζώνη που εκτείνεται από την Αρκτική μέχρι την Μεσόγειο. Επιπλέον, χάρη στη στρατηγική που εφαρμόζει η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, την πολυμερή διπλωματία που έχει αναπτύξει και την κουλτούρα εξωστρέφειας που έχει επανέλθει στο διπλωματικό προσκήνιο, είναι σε θέση να παίξει, σήμερα, πρωταγωνιστικό ρόλο στις ενεργειακές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας.
Η Ελλάδα διαθέτει ήδη και κατασκευάζει νέες υποδομές, που της επιτρέπουν να γίνει κόμβος μεταφοράς ενέργειας προς την Ευρώπη. Ο τερματικός σταθμός LNG στην Ρεβυθούσα, με την προσθήκη της νέας πλωτής δεξαμενής, το 2022, αύξησε τη χωρητικότητά του κατά 70% και συμβάλει πλέον στον εφοδιασμό όχι μόνο της χώρας μας, αλλά των γειτονικών κρατών των Βαλκανίων και της ΝΑ Ευρώπης. Ταυτόχρονα, άλλες δύο μονάδες FSRU, στην Αλεξανδρούπολη και στους Αγίους Θεοδώρους, βρίσκονται ήδη στο στάδιο της κατασκευής και της αδειοδότησης, αντίστοιχα.
Πριν από λίγες ημέρες, στις 16 Φεβρουαρίου, υπογράφηκε και μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, για την επανεκκίνηση του έργου κατασκευής του αγωγού Αλεξανδρούπολη-Mπουργκας, με αντίστροφη ροή όμως αυτή τη φορά, για τη μεταφορά πετρελαίου προς τη γειτονική χώρα. Με αυτό τον τρόπο παρακάμπτουμε τα Στενά του Βόσπορου. Είναι ένας αγωγός που έρχεται να προστεθεί στο δίκτυο που ήδη έχει απλωθεί σε όλη την Βόρεια Ελλάδα και μας συνδέει με τις γειτονικές χώρες: Τον αγωγό TAP, τον αγωγό IGB με την Βουλγαρία και τον IGNM με την Βόρεια Μακεδονία που έχει αρχίζει να υλοποιείται.
Επιπρόσθετα, η ενεργειακή κρίση απέφερε και το «ξεπάγωμα» των σεισμικών ερευνών για υδρογονάνθρακες στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου, Νότια και Δυτικά της Κρήτης, αλλά και στην περιοχή των Ιωαννίνων, γεγονός που αναθέρμανε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών ύστερα από μια μια περίοδο αδράνειας, λόγω της αλλαγής στρατηγικής στόχευσης των μεγάλων εταιρειών του τομέα. Οι έρευνες προχωρούν πλέον με ταχύ ρυθμό στα τεμάχια που έχουν παραχωρηθεί και διαθέτουμε ήδη ορισμένες πρώιμες ενδείξεις αλλά και εκτιμήσεις για το πιθανό μέγεθος των κοιτασμάτων, που εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν επαρκή για να καλύψουν μέρος του κενού που αφήνει η Ρωσία στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Ταυτόχρονα, η Μεσόγειος μετατρέπεται και σε λεωφόρο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω των υποθαλασσίων διασυνδέσεων που δρομολογούνται με την Αίγυπτο και με το Ισραήλ, μέσω και της Κύπρου.
Όλες αυτές οι εξελίξεις σκιαγραφούν μία νέα πραγματικότητα, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τη χώρα μας. Πλέον, η Γηραιά ήπειρος δεν μπορεί να παραμελεί τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, ενώ η ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία των χωρών μας αναδεικνύεται σε βασική προτεραιότητα.
Η Ελλάδα απέδειξε ότι είναι σε θέση, όχι μόνο να απεξαρτηθεί από τη ρωσική ενέργεια αλλά και να στηρίξει έμπρακτα τις γειτονικές της χώρες στα Βαλκάνια,εξάγοντας φυσικό αέριο και σε δεύτερο στάδιο, αργό πετρέλαιο προς αυτές. Είναι μία νησίδα ασφάλειας και σταθερότητας σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περιοχή που διακρίνεται από τον εμφανώς αναβαθμισμένο, ενεργειακά και γεωπολιτικά, ρόλο της. Σήμερα, η αποστολή μας είναι να εκμεταλλευτούμε τη δυναμική που αποκτήσαμε και να οικοδομήσουμε πάνω σε αυτή τα νέα θεμέλια για το μέλλον, προς όφελος τόσο της χώρας μας όσο και ευρύτερα της Ευρώπης.
*Η κα. Αλεξάνδρα Σδούκου είναι Γενική Γραμματέας Ενέργειας & Ορυκτών Πρώτων Υλών, Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας
(Το άρθρο περιλαμβάνεται στο ειδικό αφιέρωμα του energia.gr για τον ένα χρόνο από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία)
Δείτε εδώ ολόκληρο το Ειδικό Αφιέρωμα του Εnergia.gr: Ένας χρόνος μετά την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία