Aυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και στο βάθος…νεα μέτρα λιτότητος θα είναι η προίκα που θα λάβει η νέα κυβέρνησις με την εφαρμογή του Αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητος .Μετά την αναστολή εφαρμογής του για τρία χρόνια lόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσεως και την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής, επανέρχεται από το 2024 η υποχρέωσις για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 

αλλά και πιο δυναμικής επιτηρήσεως των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Ωστόσο οι αποκλίσεις έναντι των απαιτούμενων συγκλίσεων φαίνεται να διευρύνονται, με τις χώρες του Βορρά και κυρίως την Γερμανία για μία ακόμη φορά να επιχειρούν να θέσουν μια σειρά από εμπόδια στις χώρες του νότου με υψηλό δημόσιο χρέος όπως είναι η Ελλάς.

Οι αλλαγές στο Σύμφωνο εμμέσως επηρεάζουν και την εκλογική αναμέτρηση, αφού τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία θα πρέπει να διαμορφώσουν την προεκλογική ατζέντα τους για την οικονομία, με βάση τα δεδομένα που θα προκύψουν από την αναθεώρηση. Επιπλέον και ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους, προσχέδιο του οποίου πρέπει να κατατεθεί στην Βουλή τον προσεχή Οκτώβριο, θα στηρίζεται στους νέους κανόνες. Πέρα από το γενικό κανονισμό η Ελλάς προσδοκά η αναμόρφωσις των κριτηρίων να οδηγήσει σε ηπιότερα πρωτογενή πλεονάσματα από αυτά των δύο πρώτων ετών της ενισχυμένης εποπτείας, όταν η χώρα έπρεπε να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.

Με τους νέους κανόνες, η Ελλάς προσδοκά πλεονάσματα κάτω από 2% του ΑΕΠ. Στην περίπτωση ,όμως που περάσουν οι θέσεις των χωρών του Βορρά και δεν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες η χώρα θα είναι υποχρεωμένη να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που αποτελούν θηλιά για την ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών. Το κλειδί σε όλη αυτήν την συζήτηση που έχει ξεκινήσει είναι το πως ένα κράτος θα μειώνει το χρέος,ήτοι με τι πλεονάσματα θα συνδέεται ο εν λόγω στόχος και πόσο «πνιγηρά» θα είναι .

Το θέμα θα απασχολήσει το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην επόμενη σύνοδο στις 23/24 Μαρτίου,την ώρα που εντείνονται οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για την διαμόρφωση νέων δημοσιονομικών κανόνων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους των χωρών της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αύξηση των επιπέδων του την περίοδο της πανδημίας και τις υψηλές ανάγκες για επενδύσεις στο πλαίσιο της πράσινης μεταβάσεως.

Το οχι των Γερμανών

Η βασική ιδέα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία βασίζεται στο ότι οι κανόνες θα πρέπει να αναμορφωθούν ώστε να είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στις ανάγκες κάθε κράτους μέλους, δεν προχωρά ανάμεσα στις σκληροπυρηνικές χώρες με επικεφαλής την Γερμανία που ανησυχούν για τον εκτροχιασμό της Ενώσεως από το μονοπάτι της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομιων Κριστιαν Λίντνερ είναι αρνητικός στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που προτείνει η  Κομισιόν και ζητάει σημαντικές αλλαγές με την υποστήριξη και άλλων κρατών του Βορρά.

«Οι χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους μετά την πανδημία της COVID-19 θα πρέπει να επιστρέψουν σε βιώσιμα δημόσια οικονομικά.Η βιωσιμότητα δεν άπτεται μόνον οικολογικών στόχων, πρέπει να έχει εφαρμογή και στην οικονομία» υποστηρίζει ο Λίντνερ Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας εχει ανοιχτή επικοινωνία με τους ομολόγους στην Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία που ετοιμάζοντας μια αντιπρόταση στο σχέδιο της Κομισιόν. Οι βόρειες χώρες δεν φαίνεται να είναι αντίθετες σε κάποιας μορφής ευελιξία όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή. Ωστόσο, δεν θέλουν να έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει διμερή προγράμματα,όπως είναι η αρχική πρότασις επειδή θεωρεί ότι αυτό θα οδηγήσει σε υπερβολική ευελιξία και τελικά στο να μην υπάρχει η απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή. Η εφαρμογή των κανόνων, όμως, «δεν μπορεί να είναι στη διακριτική ευχέρεια των κρατών» είναι η θέσις των Γερμανών  στα υπό συζήτηση όρια της ευελιξίας.   

Η πρότασις της Κομμισσιόν

Οι τωρινοί κανόνες του Συμφώνου απαιτούν από τις κυβερνήσεις να κρατούν το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΠΕ και το χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Όμως, κατάστασις που δημιούργησε η δημοσιονομική χαλαρότης της πανδημίας άνοιξε αναγκαστικά τη συζήτηση και για αλλαγές στο πλαίσιο.

Οι προτάσεις που παρουσίασε η Κομισιόν το περασμένο φθινόπωρο για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου διατηρούν μεν τα όρια, αλλά προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία για την επίτευξη τους. Η πρότασις διατηρεί τους ποσοτικούς δείκτες της συνθήκης του Μάαστριχτ - έλλειμμα που δεν θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος έως το 60% του ΑΕΠ - αλλά προβλέπει μία μεγάλη ευελιξία αναφορικά με την προσαρμογή των χωρών στο όριο του χρέους, μέσα από συμφωνία που θα έκανε η Κομισιόν με κάθε μία αυτές στη βάση τετραετών δημοσιονομικών και οικονομικών προγραμμάτων τους, στο οποία θα περιλαμβάνονταν και οι επενδύσεις που πρόκειται να υλοποιηθούν.

Συμφώνως προς την πρόταση η μείωσις του χρέους με βιώσιμο τρόπο προς τον στόχο του 60% του ΑΕΠ θα μπορούσε να γίνει ακόμη και σε μία επταετία, εφόσον υπάρχουν ανάγκες πολύ μεγάλων επενδύσεων. Η βασική φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η μείωσις του χρέους θα πρέπει να γίνεται με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη.

Όσο μεγαλύτερες θα είναι οι δεσμεύσεις μιας χώρας σε μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, τόσο μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο προσαρμογής θα λαμβάνει. Θα είναι δηλαδή ένα κανονιστικό πλαίσιο… αλά καρτ που προφανώς βολεύει τις υπερχρεωμένες χώρες και δεν αρέσει καθόλου στις σκληροπυρηνικές κυβερνήσεις του βορρά.

Οι κανόνες της ΕΕ

Το Σύμφωνο Σταθερότητος και Αναπτύξεως θεσπίστηκε στο πλαίσιο της τρίτης φάσεως της ΟΝΕ το 1997. Αναθεωρήθηκε το 2005 και το 2015 υπήρξαν επιπλέον εξειδικεύσεις.

Προβλέπει την διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που κινεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αν υπάρχει:

Υπέρβασις ή κίνδυνος υπερβάσεως του ορίου του 3 % του ΑΕΠ στο έλλειμμα.
παραβίασις των κανόνων για το χρέος, δηλαδή χρέος που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ το οποίο δεν μειώνεται κατά 1/20 ετησίως (κατά μέσο όρο επί τρία έτη).
το εν λόγω όριο του ελλείμματος και του χρέους συνδέεται με συγκεκριμένο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο ανά χώρα. Ορίζεται ένας στόχος (πλεόνασμα για την Ελλάδα) που πρέπει να επιτυγχάνει κάθε κράτος για να επανέλθει σε ισορροπία.