μπορούμε να πούμε ότι κυριολεκτικά ήρθαν τα πάνω κάτω τόσο από πλευράς ανακατανομής των ενεργειακών ροών σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στις αγορές, με εκτόξευση των τιμών σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
Να θυμίσουμε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε λίγους μήνες μετά την έξοδο από την κρίση του κορωνοϊού, που είχε ως αποτέλεσμα την εκρηκτική άνοδο της ζήτησης, η οποία, με την σειρά της, οδήγησε σε αύξηση των τιμών ενεργειακών πρώτων υλών και προϊόντων (β΄ εξάμηνο 2021). Με την προετοιμασία των εχθροπραξιών από το Κρεμλίνο, από το καλοκαίρι του 2021, η Gazprom είχε ξεκινήσει τον περιορισμό των παραδόσεων αερίου σε ευρωπαϊκές εταιρείες με στόχο να εμποδίσει την πλήρωση των υπόγειων δεξαμενών στις περισσότερες χώρες (με εξαίρεση την Ελλάδα, αφού, παρά το μέγεθος του εθνικού της δικτύου, δεν διαθέτει ούτε μια δεξαμενή, με την υπόθεση της μετατροπής του κοιτάσματος στην Νότιο Καβάλα να καρκινοβατεί). Αυτό, σε συνδυασμό με την ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης, οδήγησε σε σταθερή αύξηση των χονδρεμπορικών τιμών στον κόμβο αερίου TTF στην Ολλανδία ήδη από το 3ο τρίμηνο του 2021. Με συνεπακόλουθη την αύξηση των τιμών του ηλεκτρισμού αφού το φυσικό αέριο έχει αναδειχθεί ως στρατηγικό καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή.
Καθώς κορυφωνόντουσαν οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Κρεμλίνο προχώρησε σε περαιτέρω ελαφρά μείωση των παραδόσεων αερίου στην Ευρώπη ενώ πολλές εταιρείες, αρνούμενες να αποδεχθούν τον νέο τρόπο πληρωμής σε ρούβλια, σταμάτησαν από μόνες τους τις εισαγωγές. Οι εντάσεις και τα προβλήματα στην προμήθεια Ρωσικού αερίου εξακολουθούν να πιέζουν τις τιμές, με αποτέλεσμα τον περασμένο Αύγουστο αυτές να σημειώσουν ιστορικό υψηλό στα € 345 /MWh στο ΤΤF. Με την κατάσταση από πλευράς προμήθειας αερίου να χειροτερεύει ακόμα περισσότερο μετά την αιφνίδια διακοπή μεταφοράς αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream, ένα τμήμα του οποίου ανατινάχθηκε ως αποτέλεσμα σαμποτάζ στις 22 Σεπτεμβρίου 2022 (με τις υποψίες να στρέφονται σε μυστική επιχείρηση με την υποστήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες εδώ και χρόνια είχαν θέσει ως στόχο την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από την Ρωσία).
Βέβαια, η πολιτική απόφαση από ΗΠΑ- ΕΕ για απεξάρτηση της Ευρώπης από την προμήθεια Ρωσικής ενέργειας είχε ληφθεί πολύ ενωρίτερα, αρχές Μαρτίου 2021, μέσα από την υιοθέτηση του προγράμματος REPowerEU με στόχο τον μηδενισμό εισαγωγών αργού πετρελαίου, πετρελαϊκών προϊόντων, φυσικού αερίου άνθρακα μέχρι το τέλος του 2022. Με αρκετούς «αστερίσκους» στην περίπτωση του αερίου και του αργού πετρελαίου αφού, λόγω υποδομών, η πλήρης απεξάρτηση δεν θα ήταν εφικτή σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύστημα αγωγών Ντρούζμπα που μεταφέρει Ρωσικό αργό σε πολλές χώρες στην κεντρική Ευρώπη. Όμως, σε πολύ μεγάλο βαθμό οι στόχοι του εν λόγω προγράμματος πέτυχαν, εάν κρίνουμε από τον μηδενισμό της δια θαλάσσης μεταφοράς αργού και προϊόντων ένα χρόνο μετά την εισβολή και την εντυπωσιακή μείωση των εισαγωγών αερίου.
Βάσει προσωρινών στοιχείων, η Ευρώπη το 2022 εισήγαγε συνολικά (μέσω αγωγών και LNG) 65 bcm Ρωσικού αερίου σε σύγκριση με 137 bcm το 2021 και σχεδόν 180 bcm το 2019. Τις απώλειες από την Ρωσική προμήθεια αερίου η Ευρώπη τις αναπλήρωσε με μαζικές εισαγωγές υγροποιημένου αερίου, οι οποίες έφθασαν τα 154 bcm το 2022 σε σύγκριση με 88 bcm το 2021 και αυξημένες εισαγωγές μέσω αγωγών από την Νορβηγία, την Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν. Αυτή η εξέλιξη ανέτρεψε τα μέχρι τότε δεδομένα στην παγκόσμια αγορά αερίου, καθιστώντας την ΕΕ τον υπ’ αριθμόν ένα εισαγωγέα LNG παγκοσμίως, ξεπερνώντας την Κίνα και την Ιαπωνία.
Αλλά και στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου είχαμε σημαντικές ανατροπές από πλευράς προμήθειας, αφού το εκτοπισθέν Ρωσικό πετρέλαιο, περί τα 3,5 εκατ. βαρέλια/ημέρα που κάλυπτε σχεδόν το 50% των Ευρωπαϊκών αναγκών σε ετήσια βάση, έπρεπε να βρει άλλες αγορές. Πράγματι, οι Ρωσικές πετρελαϊκές στράφηκαν κυρίως προς την Ινδία και Κίνα, διατηρώντας ταυτόχρονα την Τουρκία και Βουλγαρία, διοχετεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους στην λεκάνη του Ινδικού και Ειρηνικού. Όμως, οι επιπτώσεις για την Ρωσική οικονομία από αυτήν την αναδιάταξη θα είναι αρκετά επιβλαβείς αφού το βασικό εξαγώγιμο προϊόν, το αργό τύπου Urals, οι Ρωσικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να το πωλούν με πολύ μεγάλη έκπτωση (discount) που φθάνει ακόμα και το 50%. Σύμφωνα με αναλυτές, αυτή η εξέλιξη έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της Ρωσίας, η οποία εξαρτάται για το 40 % των εσόδων του προϋπολογισμού της από εξαγωγές ενέργειας. Επιπλέον, βάσει εκτιμήσεων του ΙΕΑ η παραγωγή Ρωσικού αργού, που σήμερα αγγίζει τα 11,3 εκατ. βαρ./ημέρα, αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 10% εντός του 2023 ως αποτέλεσμα των ισχυουσών κυρώσεων και price caps.
Συνοψίζοντας τα κέρδη και οφέλη για τις δύο πλευρές, δηλ. Ρωσία από την μια και ΕΕ από την άλλη, από τον πόλεμο στην Ουκρανία παρατηρούμε ότι και οι δυο πλευρές βγαίνουν χαμένες. Η Ευρώπη επωμίστηκε πολύ μεγάλο μετρήσιμο κόστος - περισσότερα από € 850 δισεκ. ξοδεύτηκαν από τις κυβερνήσεις μόνο για επιδοτήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα - προκειμένου να απαλλαγεί από Ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές - ενώ η Ρωσία έχασε δια παντός την, πολύ σημαντική γι’ αυτήν, Ευρωπαϊκή αγορά και, επιπλέον, πλήττεται οικονομικά από το «φθηνό» πετρέλαιο που είναι υποχρεωμένη να πωλεί στις διεθνείς αγορές ώστε να αποφύγει την κατάρρευση του προϋπολογισμού της.
Ο υψηλός πληθωρισμός - 10% κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2022- αποτελεί την κακιά κληρονομιά από τις υψηλές ενεργειακές τιμές των τελευταίων 18 μηνών. Και ναι μεν η τιμή του αερίου και του ηλεκτρισμού έχουν τώρα υποχωρήσει σημαντικά, σε επίπεδο Α΄ εξαμήνου 2021, αλλά ο πληθωρισμός επιμένει και είναι άγνωστο ποσό γρήγορα θα μπορέσει να αποκλιμακωθεί. Με τις τιμές του αργού Brent, που σήμερα διαπραγματεύονται στα $ 83-$ 85 το βαρέλι, να μην είναι σίγουρο ότι θα παραμείνουν για πολύ στα σημερινά λογικά επίπεδα, αφού χρόνια υποεπένδυσης στον κλάδο και η υποβόσκουσα Κινεζική ανάπτυξη μπορεί ανά πάσα στιγμή να το εκτινάξουν σε νέα υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας ένα ακόμα πονοκέφαλο στις κυβερνήσεις των πετρελαιοεισαγωγικών χωρών.
Με την οικονομία της Ευρώπης σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την περίοδο πριν την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την Κίνα να εξέρχεται μόλις τώρα από την οδυνηρή περίοδο του κορωνοϊού, βασικά ωφελημένες από την Ουκρανική κρίση είναι οι ΗΠΑ. Σήμερα οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει εντυπωσιακά τις εξαγωγές τους σε LNG στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, η οικονομία τους δουλεύει στο φούλ, με ελάχιστη ανεργία και υψηλές επενδύσεις και την βιομηχανία να δουλεύει με υπερωρίες. Στην δε Ευρώπη το πολυδιαφημισμένο Green Deal έχει αρχίσει να ξεθωριάζει αφού η ΕΕ έχει κάνει στροφή 180 μοιρών επαναφέροντας την καύση άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή και την βιομηχανία και ενθαρρύνοντας τα κράτη-μέλη να επιταχύνουν την κατασκευή υποδομών φυσικού αερίου και να προχωρήσουν στην ανακάλυψη και εκμετάλλευση εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Η οικονομική αναγέννηση της Γηραιάς Ηπείρου μέσα από το Green Deal ακούγεται πλέον ως ένα κακόγουστο αστείο.
* O K. N. Σταμπολής είναι Πρόεδρος και Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και Διευθυντής του Energia.gr