Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς βασικοί πυλώνες της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής όπως είναι η ασφάλεια εφοδιασμού και η ενεργειακή επάρκεια έχουν υποβαθμιστεί. Στο όνομα της πράσινης μετάβασης επιλέγονται άκριτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση νέες αμφιλεγόμενες πολιτικές για άμεση και βίαιη αλλαγή του ενεργειακού μίγματος, χωρίς να υποστηρίζονται από το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο, με αποτέλεσμα οι παρεπόμενοι φιλόδοξοι στόχοι να εμφανίζουν σημαντικές αδυναμίες στην υλοποίησή τους. Χάνεται ο ρεαλισμός. Στα τέλη του 2021 η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη είναι πλέον γεγονός. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λίγο αργότερα (Φεβρουάριο 2022) είναι απλά η αφορμή για την μετατροπή της ενεργειακής κρίσης σε εφιάλτη. Χάθηκε και το μέτρο. Η ενέργεια πλέον είναι ακριβή και βασικά συστατικά της πολιτισμένης καθημερινότητας του μέσου ευρωπαίου πολίτη σταδιακά να καθίστανται απρόσιτα (μετακινήσεις, θέρμανση, είδη διατροφής κλπ).
Δεν αποκλείεται η Ευρώπη να μην έχει ζήσει ακόμη την χειρότερη ενεργειακή κρίση. Οι στρατηγικές κινήσεις της Κίνας στην προμήθεια πρώτων υλών την οδηγούν μαθηματικά σε ηγέτιδα δύναμη και ίσως στο άμεσο μέλλον τα περίφημα «πετροδολλάρια» να μετατραπούν σε «πετρογουάν». Ήδη προμηθεύεται αργό πετρέλαιο με εκπτώσεις από ΟΠΕΚ και Ρωσία, συμφώνησε τον Δεκέμβριο 2022 με την Σ. Αραβία και το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου και στοχεύει και στις υπόλοιπες χώρες BRIC (Βραζιλία, Ινδία). Παράλληλα κυριαρχεί στις πρώτες ύλες για την κατασκευή μπαταριών, φωτοβολταϊκών κλπ. ενώ εδώ και μήνες αγοράζοντας μεγάλες ποσότητες χρυσού δημιουργεί «δίχτυ ασφαλείας» στους οικονομικούς συνεργάτες της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραπαίει και πανικόβλητη παίρνει μέτρα πυροβολώντας τα πόδια της. Οι εκάστοτε τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου, που είναι γνωστό ότι αλλάζουν δραματικά από εβδομάδα σε εβδομάδα για «διάφορους» λόγους, έχει αποδειχθεί ότι δεν αρκούν για να καθορίσεις στρατηγική δεκαετιών. Μέσα σε κάθε κρίση όμως γεννιούνται ευκαιρίες. Και η πατρίδα μας μοιάζει να είναι τυχερή μέσα στην γενική συγκυρία. Αρκεί να εκμεταλλευτεί γρήγορα και έξυπνα πρώτες ύλες και ενεργειακά αγαθά που διαθέτει ξεπερνώντας πολιτικές αγκυλώσεις, φοβίες και μικροσυμφέροντα και τις συνεπαγόμενες αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού.
Η μητέρα φύση έχει προικίσει την Ελλάδα με ήλιο και θαλασσινό αέρα. Ενέργεια αέναη και καθαρή. Αυτό ακριβώς που όλοι λέμε σήμερα Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και προσφέρουν αφειδώς ηλεκτρική ενέργεια, δυστυχώς όμως μόνο την ημέρα και μόνο όταν φυσά. Εδώ να μην ξεχάσουμε ότι το θαλασσινό αεράκι είναι πιο δυνατό στο Αιγαίο μας και φυσικά πιο μακριά από τα έξι μίλια που είναι κοντά στην στεριά. Μα η προίκα μας έχει και άλλα καλούδια. Σπάνιες γαίες κρύβει το έδαφος μας φωνάζουν οι γεωλόγοι μας εδώ και δεκαετίες, δηλαδή ορυκτά σπάνια, και επομένως πανάκριβα, που είναι απαραίτητα στις νέες αναπτυσσόμενες τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας για όταν δεν έχει φως και ανέμους. Πολύ σωστά οι ενεργειακοί στόχοι της πολιτείας βάζουν όλο και περισσότερο τις ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας. Μου είναι όμως πολύ δύσκολο να αντιληφθώ γιατί δεν προωθούνται κίνητρα για επενδύσεις στην παραγωγή σπάνιων γαιών και σε τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Πάντως η εξαιρετικά μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα λέγεται φυσικό αέριο. Φυσικό αέριο, που σύμφωνα με την πλειονότητα των μελετών διεθνών οργανισμών και αναλυτών είναι, για τις επόμενες δεκαετίες, το αναγκαίο μεταβατικό καύσιμο στην πράσινη μετάβαση. Η Ευρώπη στηρίζεται στο φυσικό αέριο και αυτό πια εκλείπει έχοντας διακοπεί οι εισροές από την Ρωσία, ενώ εισαγωγές σε μορφή υγροποιημένου αερίου είναι απλά πανάκριβες. Η δημιουργούμενη ευκαιρία δεν είναι άλλη από την εκμετάλλευση των εν δυνάμει σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου κυρίως στο θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας. Εκτιμάται ότι σε 35- 40 χαρτογραφημένους ήδη γεωλογικούς στόχους στην χώρα, υπάρχουν αποθέματα 2 – 2,5 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου, τα οποία μάλιστα μπορούν να καλύψουν μεγάλο ποσοστό των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αρκετές δεκαετίες (ενδεικτική παραγωγή περίπου 100 εκατ. δισεκατομμύρια κ.μ. ετησίως). Σήμερα, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, αρχίζει να γίνεται κατανοητή από τα πολιτικά κόμματα αυτή η τεράστια δυνατότητα που υπάρχει και που μπορεί να αλλάξει όλη τη δυναμική της χώρας με επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας, ετήσια έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στο δημόσιο και τις τοπικές κοινωνίες με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος και των συναφών δραστηριοτήτων (τουρισμός, αλιεία, γεωργία κλπ) και με σημαντικότατα γεωπολιτικά οφέλη, ιδιαιτέρως όταν στην εξίσωση μπουν τα αποθέματα φυσικού αερίου και υδριτών της Ελλάδας και της Κύπρου στον θαλάσσιο χώρο της ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΝΑ Μεσόγειο.
Ο πλήρης επιχειρηματικός κύκλος έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων (Ε&Π) ολοκληρώνεται σε 30 - 40 έτη (4- 8 χρόνια σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου για έρευνα, 2-4 χρόνια σε επενδύσεις υψηλής έντασης κεφαλαίου στην προετοιμασία υποδομής για την παραγωγή και 25-30 χρόνια εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων). Αυτός ο μακροχρόνιος επιχειρηματικός κύκλος απαιτεί Συνέχεια και Συνέπεια από τους εμπλεκόμενους. Απαιτεί ανάλογες στρατηγικές επιλογές πρωτίστως από το δημόσιο, διάβαζε από πολιτικά κόμματα. Στην χώρα μας συνέβη το ακριβώς αντίθετο από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Μάλιστα, τύχαινε χρονικά όταν οι έρευνες να βρίσκονται σε καλό δρόμο τότε κάτι να συμβαίνει και να σταματούν για διάφορους κάθε φορά λόγους.
Από τα μέσα του 20ου αιώνα υπάρχουν οι αποδείξεις ύπαρξης υδρογονανθράκων που αποτυπώνονται σε μελέτες, εκθέσεις και ανακαλύψεις κοιτασμάτων. Μετά την μεταπολίτευση, πέρασε ήδη μισός αιώνας, το Δημόσιο με την ίδρυση της ΔΕΠ (1975) ξεκίνησε συστηματικές έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων. Δημιουργήθηκε υποδομή σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό με έρευνες σε 26 περιοχές στην επικράτεια με θετικά αποτελέσματα. Έκτοτε οι έρευνες περνούν από «χίλια μύρια κύματα» και σταδιακά όλα σταματούν. Προσπάθειες μεμονωμένες (παράδειγμα ο πετυχημένος διεθνής διαγωνισμός από την ΔΕΠ-ΕΚΥ 1998) επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Φυσικά η υποδομή σε προσωπικό και εξοπλισμό κατέρρεε, ευτυχώς όμως η ΕΛΠΕ (ως διάδοχος ΔΕΠ και ΔΕΠ-ΕΚΥ) διατηρούσε ένα πυρήνα επιστημόνων επενδύοντας σε Ε&Π στο εξωτερικό (Αλβανία, Αίγυπτο, Λιβύη). Έπρεπε ίσως να συμβεί η οικονομική τραγωδία στη χώρα το 2010 ώστε κάποιος πολιτικός (Μανιάτης) να σκεφτεί τις δυνατότητες από την ύπαρξη υδρογονανθράκων. Γίνονται από την κρατική ΕΔΕΥ πέντε διεθνείς διαγωνισμοί για παραχώρηση περιοχών προς έρευνα και παραγωγή. Η ΕΛΠΕ, με μια υψηλού επιπέδου τεχνική ομάδα, πρωτοστατεί σε αυτή την προσπάθεια και συνεπικουρεί η Energean. Ιδιαιτέρως το διάστημα 2015 – 2019 η ΕΛΠΕ δημιουργεί γεωλογικά μοντέλα για ύπαρξη υδρογονανθράκων και δημιουργεί κοινοπραξίες με τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες παγκοσμίως (ExxonMobil, Total, Repsol, Edison) και αποκτά δικαιώματα Ε&Π σε οκτώ περιοχές από τις 12 που παραχωρεί το Ελληνικό Δημόσιο.
Επιτέλους το 2015 η Έρευνα υδρογονανθράκων στην πατρίδα μας ξεκινά πάλι με ευνοϊκές συνθήκες. Μα το όνειρο κρατά λίγο. Στα τέλη του 2019 τα πολιτικά κόμματα και η κυβέρνηση δίνουν αρνητικά σήματα στην αγορά, Repsol και Total αποχωρούν, στη συνέχεια οι εταιρίες επιστρέφουν στο δημόσιο περιοχές που έχουν υψηλές πιθανότητες εύρεσης υδρογονανθράκων (Πατραϊκός, Άρτα, ΒΔ Πελοπόννησος, Αιτωλοακααρνανία) και οι έρευνες για μια ακόμη φορά τελματώνουν. Η ενεργειακή κρίση λειτουργεί ως καταλύτης και η κυβέρνηση, ευτυχώς, ακούει τις φωνές των ειδικών και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δίνει σήμα τον Απρίλιο 2022 «έναρξης» (sic) των ερευνών. Κυβερνητικά στελέχη όμως διαμηνύουν την δυσφορία τους και θολώνουν το κλίμα ενώ τα περισσότερα πολιτικά κόμματα σιωπούν. Οι εταιρίες πάντως, επειδή διαβλέπουν την επιχειρηματική ευκαιρία, πραγματοποιούν τους τελευταίους μήνες σοβαρές ερευνητικές εργασίες σε εκπλήρωση συμβατικών τους υποχρεώσεων, προσδοκώντας να προχωρήσουν σε γεωτρήσεις και ανακάλυψη κοιτασμάτων. Εκείνο που απομένει είναι το πλέον σοβαρό. Απαιτείται και αναζητείται Συνέχεια και Συνέπεια από τους κυβερνώντες και τα πολιτικά κόμματα. Ευκαιρία παρόμοιου βεληνεκούς, που πραγματικά μπορεί να αλλάξει την δυναμική και τον ρου της χώρας, δεν θα ξαναβρεθεί.
*Ο κ. Γιάννης Γρηγορίου είναι Αντιπρόεδρος Continental Europe Energy Council, εταίρος ΙΕΝΕ