αναμφισβήτητα παραβιάζει ωμά το Διεθνές Δίκαιο, ακολουθώντας πολιτικές αναθεωρητισμού. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί, μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, τη δεύτερη εισβολή, όπου ένα Ευρωπαϊκό κράτος εισβάλλει σε έδαφος ενός άλλου Ευρωπαϊκού κράτους και επιδιώκει αλλαγή συνόρων, ώστε να διαμορφώσει μια νέα «κανονικότητα», στοχοποιώντας την πολιτική ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση του λαού του. Αποτελεί, επίσης, την πλέον θανατηφόρα ευρωπαϊκή σύγκρουση, μετά τον Β’ΠΠ, και τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση μεταξύ Μόσχας και Δύσης από την κρίση της Κούβας, του 1962.
Οι αντικειμενικοί στόχοι της Μόσχας, όπως αρχικά φάνηκε, ήταν, αφενός, η αλλαγή καθεστώτος του Κιέβου, από φιλοδυτικό σε φιλορωσικό, με μια «ήπια» εισβολή, που θα έκαμπτε εύκολα την αντίσταση της ουκρανικής ηγεσίας, χωρίς πολλά ανθρώπινα θύματα και υλικές καταστροφές, αφού σε αντίθετη περίπτωση, θα δημιουργούσε μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στον Ουκρανικό λαό και στο νέο φιλορωσικό καθεστώς, και, αφετέρου, η αποκοπή της Ουκρανίας από τη Μαύρη Θάλασσα. Όμως τα πράγματα δεν λειτούργησαν έτσι, γιατί υπήρξε σθεναρή αντίσταση του ουκρανικού στρατού – με τη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της Δύσης - αλλά και του λαού και, έτσι, ένα χρόνο μετά δεν έχει επιτευχθεί ο στόχος της Μόσχας και ο πόλεμος συνεχίζεται αδιάλειπτα χωρίς να διαφαίνεται πουθενά η λήξη του.
Οι σχέσεις των δυο λαών, με τη ρωσο-ουκρανική διαμάχη αλλά και την ύπαρξη ή μη ουκρανικού έθνους, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «περίπλοκες», ξεκινώντας από τον 9ο και τον 10ο αιώνα έως και σήμερα. Στη σύγχρονη εποχή, πιο ενδιαφέρον σημείο είναι η πολιτική της ηγετικής τάξης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, τον 19ο αιώνα, για εκρωσισμό και ομογενοποίηση του πληθυσμού, που, όμως, έφερε σοβαρές αντιδράσεις, δημιουργώντας κινήματα «αλυτρωτισμού», ιδιαίτερα από την ουκρανική διανόηση, με τη δημιουργία «Εθνικιστών–Ναρόντοβτσι» και «Ρωσόφιλων» κινημάτων μεταξύ του πληθυσμού. Διαμορφώθηκαν, σιγά αλλά σταθερά, όλα αυτά τα χρόνια, οι θέσεις και οι πολιτικές ενός σκληρού αντιρωσικού ουκρανικού εθνικιστικού κινήματος, που εκφράστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ με την υποστήριξη του Αυστριακού αυτοκράτορα και ενάντια στο ρωσικό στρατό, ενώ, οι απόγονοι τους, κατά τον Β’ ΠΠ, ταυτίστηκαν με τις αρχές του γερμανικού Γ’ Ράιχ και πολέμησαν το Σοβιετικό στρατό. Σημαντικό σημείο στρατηγικής, τόσο της τσαρικής Ρωσίας όσο και των μπολσεβίκων, ήταν η δημιουργία «νεκρών ζωνών-buffer zones» στα νότια και δυτικά σύνορά της, όπου ζωτικό ρόλο κατέχουν τόσο η Λευκορωσία – σταθερός σύμμαχος της Μόσχας - όσο και η Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1917, η ηγεσία των μπολσεβίκων, που γνώριζε σε βάθος το «ουκρανικό ζήτημα», το χρησιμοποιούσε όπως την εξυπηρετούσε, κατά τη δυσχερή θέση της των πρώτων επαναστατικών χρόνων και θεωρούσε την Ουκρανία δυνητικό σύμμαχο που κάλυπτε τα νότια σύνορα της. Τον Μάϊο του 1919 ολόκληρη η επικράτεια της Ουκρανίας ελεγχόταν από τον Κόκκινο Στρατό, αλλά μετά ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Το 1921, ο εμφύλιος και η περίπλοκη κατάσταση που επικρατούσε στο έδαφος της Ουκρανίας λαμβάνει τέλος, αλλά αφήνει μια χώρα ερειπωμένη, λεηλατημένη, με διαλυμένη οικονομία, με βαθιές, ταξικές και εθνολογικές, αντιθέσεις στον πληθυσμό, πλήρως ενσωματωμένη στη Σοβιετική Ένωση, ΣΕ.
Τραγική περίοδος της ιστορίας της Ουκρανίας είναι ο λιμός, από το 1932-33, με καταστροφικές διαστάσεις στην αγροτική οικονομία, με εκατομμύρια νεκρούς, αποτέλεσμα της βίαιης κολεκτιβοποίησης που ξεκίνησε το 1928-29, επί Στάλιν, αλλά και των αντίξοων καιρικών συνθηκών – πολύχρονη ξηρασία – σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας, που επιδείνωσαν την κατάσταση. Πολλοί ιστορικοί και αναλυτές χρεώνουν τον λιμό στην πολιτική της Μόσχας. Το τέλος του Β’ ΠΠ, βρίσκει την Ουκρανία ξανά ερειπωμένη, με εκατομμύρια νεκρούς, διαλυμένες υποδομές αλλά και με βαθύ εσωτερικό διχασμό, ανάμεσα στην ανατολική – φιλορωσική – και την δυτική – φιλοδυτική – πλευρά. Παρά τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και μιας πολιτικής ηρεμίας όλα τα χρόνια έως την πτώση της ΣΕ, οι επόμενες δεκαετίες έδειξαν ότι ο διχασμός υπόβοσκε, ενδυναμώθηκε η διαφωνία για την ουκρανική εθνική ταυτότητα αλλά και για το διεθνή προσανατολισμό της χώρας, ενώ αυξήθηκαν οι οικονομικές ανισότητες στον πληθυσμό, και η επιρροή της ακροδεξιάς ατζέντας.
Η «Επανάσταση της Αξιοπρέπειας» και τα γεγονότα στο Μεϊντάν, το 2013/14, που προκλήθηκε από τη διακοπή διαπραγματεύσεων για ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, η πιθανή επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, η βίαιη προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, οι ένοπλες συγκρούσεις στην Ανατολική Ουκρανία (Ντονμπάς), το 2014 έως σήμερα, η μη συμμόρφωση και των δυο πλευρών στις Συμφωνίες του Μινσκ, το 2015, λόγω διαφορετικών ερμηνειών, τα πολιτικά θέματα της Ουκρανίας τόσο με την Πολωνία, στα δυτικά της σύνορα, όσο και με τη Ρουμανία στα ανατολικά της, δείχνουν ότι ένα βαθιά πολύπλοκο και σύνθετο πρόβλημα πολλών αιώνων δεν έχει εύκολη επίλυση και ο πόλεμος του Φεβρουαρίου 2022 το αποδεικνύει περίτρανα.
Ήταν αναμενόμενο η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να φέρει σφοδρές, αλυσιδωτές αντιδράσεις από τη Δύση (ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ-ΗΒ, κα), τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο με συνεχή προσφορά στρατιωτικού εξοπλισμού στον ουκρανικό στρατό, όσο και σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, με την εισαγωγή κυρώσεων προς τη Ρωσία, ιδιαίτερα στον τομέα της Ενέργειας. Στο εξάμηνο πριν την εισβολή των Ρώσων παρατηρείται, διεθνώς, μια αστάθεια των ενεργειακών τιμών-ιδιαίτερα του ΦΑ-ελλείψεις εφοδιασμού και οικονομική αβεβαιότητα, δημιουργώντας συνθήκες παγκόσμιας «Ενεργειακής Κρίσης», σύμφωνα με τον ΔΟΕ, και όλα αυτά σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της πανδημίας «COVID-19». Η εισβολή, όμως, θέτει επιτακτικά, ιδιαίτερα στην ΕΕ-που όλες τις προηγούμενες δεκαετίες βασιζόταν στις εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών πόρων-το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας της, έναν από τους τρεις πυλώνες της ενεργειακής της πολιτικής. Η ευρωπαϊκή πολιτική του μηδενισμού εισαγωγών ΦΑ/πετρελαίου από τη Ρωσία και η αναζήτηση νέων εταίρων (Μ. Ανατολή, Λατ. Αμερική, ΗΠΑ) εκτόξευσαν τις παγκόσμιες ενεργειακές τιμές, σε πρωτόγνωρα ύψη, έως και τα τέλη του καλοκαιριού του 2022, με τάσεις μείωσης τους επόμενους μήνες, με συνέπεια την αύξηση της τιμής των αγαθών και την επανεμφάνιση διψήφιου ποσοστού πληθωρισμού στην ΕΕ αλλά και αύξηση της ενεργειακής φτώχειας στα ασθενέστερα στρώματα του Ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Το 2023, βρίσκει τον πλανήτη στα πρόθυρα Χάους. Πόλεμος στην Ευρώπη μεταξύ Μόσχας και Δύσης, έστω και δια αντιπροσώπων, πολιτικές περιθωριοποίησης της Ρωσίας από το Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενεργειακή και οικονομική κρίση, με υψηλό πληθωρισμό και ύφεση, αύξηση κόστους δανεισμού για έργα Καθαρής Ενέργειας - ΑΠΕ/Εξοικονόμησης – αλλά και αύξηση των εκπομπών CO2, που θέτει εκτός στόχων την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών, το 2050, ανάδυση νέων πολιτικών/στρατιωτικών συμμαχιών και, τέλος, αδυναμία της Πολιτικής να επιβληθεί, κύρια, λόγω απουσίας της.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει? Αρχικά πρέπει να αναδυθεί ο ρόλος της Διπλωματίας και ιδιαίτερα της ΕΕ, ώστε να παίξει το ρόλο της, επιδιώκοντας τον άμεσο τερματισμό του Πολέμου, στη βάση διαπραγματεύσεων/συμφωνιών και με τα δυο μέρη, χωρίς αναθεωρητισμούς, εθνικισμούς και γεωστρατηγικές απειλές. Είναι αυτό ακατόρθωτο? Όχι, αλλά πολύ δύσκολο και επίπονο και απαιτεί σοβαρούς συνομιλητές και διαπραγματευτές.
Από πλευράς ΕΕ αποτελεί πολιτικό λάθος, με σοβαρές επιπτώσεις στο μέλλον, τόσο η περιθωριοποίηση της Ρωσίας, μιας χώρας, με Ευρωπαϊκή κουλτούρα και πυρηνικό οπλοστάσιο όσο και η κατηγοριοποίηση της ως μιας απλής «περιφερειακής δύναμης», όπως διατείνονται και προωθούν πολλοί νεοσυντηρητικοί κύκλοι, στην Ουάσιγκτον. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σοβαρό πολιτικό έλλειμμα στην πολιτική της ΕΕ προς τη Ρωσία, κύρια λόγω της «εχθρικής» και αντι-ρωσικής πολιτικής πολλών Κ-Μ της ΕΕ, ιδιαίτερα αυτών της Βαλτικής και της Κεντρικής Ευρώπης.
Τέλος, οι «τεκτονικές» αλλαγές που επήλθαν στον ενεργειακό τομέα, το 2022, που κάποιες θα είναι μόνιμες και οι αποφάσεις που λαμβάνονται αναδιαμορφώνουν δομικά τον τομέα της Ενέργειας, τόσο στην ΕΕ όσο και στον κόσμο και θα απαιτηθεί πολύς χρόνος αλλά και κόπος για την επίτευξη της όποιας ομαλότητας. Αλλά, οι καιροί ου μενετοί!
*Ο κ. Κωνσταντίνος Θεοφύλακτος είναι Γενικός Γραμματέας και Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ενεργειακής Αποδοτικότητας του ΙΕΝΕ