Οι αντιδράσεις αυτές επικεντρώθηκαν σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, στους υπέρ-φιλόδοξους και μη ρεαλιστικούς στόχους για μείωση των εκπομπών μέχρι το 2030 και την αντικατάσταση της ενεργειακής παραγωγικής βάσης με ΑΠΕ και της μεταφορικής με ηλεκτροκίνηση, και δεύτερον στον εξοβελισμό του φυσικού αερίου από το ενεργειακό μίγμα πριν ακόμα αρχίσουν να αποδίδουν οι πολυδάπανες επενδύσεις που ακόμα ευρίσκονται σε εξέλιξη. Όπως ήταν αναμενόμενο, την απόλυτη αντίθεση του στους στόχους του νέου ΕΣΕΚ εξέφρασε μέσω της διοίκησης του ο ΔΕΣΦΑ, ο οποίος μέσω του πρόσφατα ανακοινωθέντος δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης του ΕΣΦΑ, για την περίοδο 2023-2032, πρόκειται να επενδύσει περί τα € 1,3 δισεκ.
Εάν, μάλιστα, προσθέσουμε τις τρέχουσες και προβλεπόμενες επενδύσεις για νέους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς που θα καταναλώνουν φυσικό αέριο, τις υπό κατασκευή και προγραμματισμό μονάδες FSRU και τα δίκτυα του ΔΕΔΑ και την υπόγεια αποθήκη στην Νότιο Καβάλα, το σύνολο των εκτιμώμενων επενδύσεων φυσικού αερίου εντός της τρέχουσας δεκαετίας φθάνουν τα € 5,0 δισεκ. Ως εκ τούτου, τίθεται θέμα συντονισμού και εθνικής στόχευσης με άξονα αναφοράς την ενεργειακή ασφάλεια. Είναι χαρακτηριστικός ο σχολιασμός του ΙΕΝΕ που συμμετείχε στην δημόσια διαβούλευση για το 10ετές του ΔΕΣΦΑ, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:
«Η εμβέλεια και η βαρύτητα του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ και οι οικονομικές προεκτάσεις του θέτουν επί τάπητος το ευρύτερο θέμα του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού ως προς την διαμόρφωση του μελλοντικού ενεργειακού μίγματος της χώρας. Την στιγμή, μάλιστα, που ενισχύεται η ηλεκτροπαραγωγική βάση με φυσικό αέριο (σχεδόν διπλασιασμός της υφιστάμενης, μέσω των νέων μονάδων), οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ για σημαντική μείωση της συμμετοχής του φυσικού αερίου μετά το 2030 θέτουν εν αμφιβόλω το όλο πρόγραμμα του ΔΕΣΦΑ. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη το εκφρασμένο στόχο για μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτες, το φυσικό αέριο αναδεικνύεται ως υπ’ αριθμόν ένα καύσιμο για την εξασφάλιση φορτίου βάσης, χωρίς το οποίο δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται μία μεγάλη αντίφαση μεταξύ των στόχων του ΕΣΕΚ και του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ, που, όμως, κρίνεται απαραίτητο για την επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί η εν λόγω δημόσια διαβούλευση και, όπως πληροφορούμεθα, την περασμένη Πέμπτη (9/3) ο CEO της Ιταλικής Snam, κ. Στέφανος Βενιέρ, που είναι ο βασικός μέτοχος της κοινοπραξίας που ελέγχει τον ΔΕΣΦΑ, επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό στου Μαξίμου, όπου και του εξέφρασε τις σημαντικές αντιρρήσεις του ως επενδυτής για τους στόχους του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που προβλέπει την μείωση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας κατά 50% μέχρι το 2030.
Ο ισχυρός άντρας της Snam, που συνοδεύετο στην επίσκεψη του από την CEO του ΔΕΣΦΑ κα Μαρία- Ρίτα Γκάλι, εξήγησε στον μάλλον έκπληκτο κ. Μητσοτάκη ότι δεν μπορεί, από την μια πλευρά, η κυβέρνηση του να επιδιώκει την ανάδειξη της Ελλάδας ως «πύλης» για την ενεργειακή τροφοδοσία των Βαλκανίων με βάση το φυσικό αέριο και, από την άλλη, να απεργάζεται σχέδιο για την μείωση της συμμετοχής του στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.
Όπως πληροφορείται από έγκυρες πηγές το Energia.gr, η Snam δεν πρόκειται να αφήσει το θέμα σε μια απλή αντίδραση σε Ελληνικό επίπεδο, όσο ισχυρή και εάν είναι αυτή, αλλά πρόκειται να δώσει συνέχεια σε υψηλότερο βαθμό στην ΕΕ όπου θα θέσει τον ρόλο του φυσικού αερίου ως βασικού καυσίμου (μαζί με την πυρηνική ενέργεια) που θα εξασφαλίσουν τα φορτία βάσης που είναι απαραίτητα για την ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα. Ουσιαστικά, πρόκειται για τον κομβικό ρόλο του φυσικού αερίου στην επίτευξη ενεργειακής ασφάλειας.
Ακόμα δεν έχουν γίνει αντιληπτές οι επιπτώσεις από τις αντιδράσεις τόσο του ΔΕΣΦΑ όσο και των εταιρειών και της βιομηχανίας γύρω από τον ρόλο του φυσικού αερίου στο πλαίσιο της ακολουθούμενης από την κυβέρνηση ενεργειακής πολιτικής, αλλά είναι βέβαιο ότι αργά η γρήγορα θα υπάρξουν προεκτάσεις σε πολιτικό επίπεδο. Ίδωμεν! Οι επόμενες εβδομάδες θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.