“Το νερό βγάζει δήμαρχο” λένε όσοι γνωρίζουν καλά τα όσα συμβαίνουν στην όλη αλυσίδα γύρω από το πλέον απαραίτητο αγαθό, ειδικά σε μια προεκλογική περίοδο, τόσο για την κεντρική όσο και για την αυτοδιοικητική σκηνή

Αποδίδουν, έτσι, με τον πλέον εύγλωττο τρόπο τη σημασία αλλά και τη συνθετότητα του ζητήματος διαχείρισης των υδάτων, στο φόντο τρέχοντος ελέγχου της Κομισιόν σε Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης για παραδοτέα της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου 2014-20,  απειλούμενων κυρώσεων της ΕΕ για μη τήρηση της κείμενης κοινοτικής νομοθεσίας, απουσίας της προβλεπόμενης από την ΕΕ ενιαίου κέντρου εποπτείας εμπλεκόμενων φορέων, κοινών κανόνων τιμολόγησης, τεράστιων απωλειών στα δίκτυα και ανησυχιών για την υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών, στο φόντο και των όσων τραγικών έγιναν στα Τέμπη. 

Με βάση όσα αναφέρουν γνώστες της όλης κατάστασης η εικόνα στη διαχείριση υδάτων έχει πολλές πτυχές και περισσότερα προβλήματα. Ήδη, το 2015 στη βάση της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας είχαν γίνει τα πρώτα σχέδια διαχείρισης, το 2017 ήταν η πρώτη αναθεώρηση ,με έκδοση της σχετικής ΚΥΑ για κοστολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενώ τώρα ολοκληρώνεται και προβλεπόμενη δεύτερη αναθεώρηση, που λόγω και της ακρύωσης από το ΣτΕ της ΚΥΑ παίρνει επιτακτικό χαρακτήρα. Παραμένουν, όμως ¨καυτά” ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την έλλειψη διαλειτουργικότητας, μεγάλης αποσπασματικοτητας στα έργα και κακού προγραμματισμού. “Υπάρχουν δίκτυα αποχέτευσης, που μπορεί να μη λειτουργούν καθόλου, αν και πήραν επιδότηση, που δεν ξέρουν τα κόστη λειτουργίας” αναφέρουν σχετικά σημειώνοντας ότι απειλείται η χώρα με διακοπή χρηματοδοτήσεων.

Το νομοθέτημα

Σε ένα τέτοιο σκηνικό εγγράφεται διαδικασία ψήφισης νέου πλαισίου, στο “παρά πέντε” της ολοκλήρωσης της κοινοβουλευτικής της θητείας της κυβέρνησης. Ουσιαστικά αυτή η εσπευσμένη διαδικασία, εκτιμάται, ότι έχει στόχο την “επαναθέσμιση” της όλου πλαισίου υπό το πρίσμα και  των κοινοτικών υποχρεώσεων της χώρας, που ωστόσο “ξυπνά” “ανακλαστικά”, με την Αντιπολίτευση να ξιφουλκεί ασκώντας δριμεία κριτική και καταγγέλλοντας κεκαλυμμένη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης. Να σημειωθεί ότι η διαδικασία νομοθέτησης προβλέπει την αφαίρεση από το αρμόδιο Υπουργείο και την σχετική Γενική Διεύθυνση (πρώην Γενική Γραμματεία) της διαχείρισης της όλης προσφοράς υπηρεσίας ύδρευσης και αποχέτευσης και τη μεταφορά της σε μια ανεξάρτητη αρχή, τη ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας), η οποία μετονομάζεται σε ΡΑΑΕΥ (Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων).

Είναι, όπως αναφέρουν στελέχη με γνώση, μια κομβική τομή για τα δεδομένα διαχείρισης των υδάτων καθώς θέτει υπό μια νέα “αρχή” τους υποκείμενους φορείς όπως οι ΔΕΥΑ και βέβαια οι δυο ΑΕ, η ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ, που μέχρι τώρα, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις ΔΕΥΑ, αποφάσιζαν και κυρίως τιμολογούσαν με δικό τους τρόπο και με αποφάσεις Δημοτικών Συμβουλίων και του κράτους.  Όπως τονίζουν μάλιστα, κεντρικό σημείο της νέας αυτής διαδικασίας είναι να καθησυχαστεί η Κομισιόν και έτσι να μην φρενάρει χρηματοδότηση έργων που φτάνουν έως και τα 4 δισεκ. ευρώ από την επόμενη προγραμματική περίοδο. 

Στο πάζλ έχει προστεθεί και η ακύρωση από το ΣτΕ του νομοθετικού πλαισίου  κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος (ΚΥΑ 135275/22-05-2017) μετά από προσφυγή από το Σωματείο Εργαζομένων της ΕΥΑΘ. Η απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται στη διακήρυξη της ίδιας της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ ότι “το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν” και σημειώνει ότι από τις διατάξεις της Οδηγίας και το σκοπό της, συνιστάμενο στη διασφάλιση της ποιότητας του ύδατος και στη διαχείριση αυτού όχι ως εμπορικού προϊόντος, αλλά ως κοινωφελούς αγαθού, προκύπτει ότι η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συμπεριλαμβανομένης και της τιμολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη μέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας». Βασικό κριτήριο είναι η επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της εν λόγω Οδηγίας για την προστασία των εσωτερικών, επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.

Τούτων δοθέντων η κυβέρνηση θα πρέπει να σπεύσει στην αναθεώρηση του κανονισμού κι αφετέρου να εκπληρώσει κοινοτικές  υποχρεώσεις που απορρέουν από την ανάγκη για ορθολογική διαχείριση του νερού, στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως προβλέπει η Οδηγία 2000/60 της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Ν. 3199/2003.  Το θεσμικό πλαίσιο για τους υδατικούς πόρους ουσιαστικά προβλέπει τα Σχέδια Διαχείρισης (ΣΔ) Υδάτων, που πατούν σε έννοιες όπως «στρατηγικός σχεδιασμός» και «ολοκληρωμένη διαχείριση» για τις υπηρεσίες ύδατος ως αναφέρουν γνώστες της όλης κατάστασης κύριος στόχος της Οδηγίας και των ΣΔ είναι η επίτευξη «καλής» κατάστασης των υδάτων, η περιβαλλοντικά βέλτιστη κατάσταση για όλα τα ύδατα (επιφανειακά και υπόγεια) με ταυτόχρονη διαφύλαξη της ποσοτικής τους επάρκειας. 

Το όλο αυτό πλαίσιο προβλέπει επίσης τη διαμόρφωση ενός κοινού “παρονομαστή”  στην διαχείριση των υδάτων, αλλά και ύπαρξης μιας αρχής που θα εποπτεύει και βέβαια θα είναι υπόλογη για τις χρηματοδοτήσεις που έρχονται από την ΕΕ. Το σημείο αυτό για μια νέα αρχή εποπτείας είναι αυτό που δημιουργεί συνειρμούς που παραπέμπουν σε ό,τι συνέβη στην αγορά ενέργειας. Πάντως ο  υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας αρνήθηκε τα περί ιδιωτικοποίησης του νερού. “Δεν θέλουμε να ιδιωτικοποιήσουμε τα νερά. Φέρνουμε το νομοσχέδιο, διότι τα δημόσια μονοπώλια δεν ελέγχονται σωστά, ελέγχονται πλημμελώς, αν και ασκούν πολύ σοβαρή υπηρεσία για τη δημόσια υγεία και για τη δημόσια οικονομία”, υποστήριξε ο υπουργός.  Όπως σημείωσε «σε ό,τι αφορά την παροχή νερού, υπάρχουν δημόσια μονοπώλια, δημοτικά μονοπώλια που πρέπει να ελεγχθούν και αυτά, διότι διαχειρίζονται τον πολυτιμότερο πόρο, που είναι το νερό και το οποίο τα επόμενα χρόνια θα μας λείψει λόγω της κλιματικής αλλαγής». Και προσπαθώντας να αιτιολογήσει τις κυβερνητικές επιλογές, ανέφερε.  Η νέα αρχή, επέμεινε ο υπουργός, θα επιβλέπει και την τήρηση της νομοθεσίας από τους υπόχρεους, διότι και τα δημόσια μονοπώλια «παραβατούν» και μένουν στο απυρόβλητο. 

Από την πλευρά του ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, κατά την τοποθέτησή του στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου για το θέμα έκανε λόγο για αντιμεταρρύθμιση, που  καμία σχέση δεν έχει με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της Ελλάδας και καμία συνάφεια με την ευρωπαϊκή οδηγία πλαίσιο 2000/60. “Στρώνει μόνο το έδαφος για την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού και των απορριμμάτων και την τακτοποίηση γαλάζιων παιδιών με παχυλούς μισθούς στη νέα υπεραρχή. Η κυβέρνηση αποδομεί τη δημόσια περιουσία και τα δημόσια αγαθά ακόμη και τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησής της. Λίγο πριν το «τελευταίο σφύριγμα» για τις εκλογές, η καταστροφική κυβέρνηση Μητσοτάκη σχεδιάζει το τελικό χτύπημα στα δημόσια αγαθά με την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού και των απορριμμάτων”. Ξεκαθάρισε ακόμη πως η κυβερνητική αυτή επιλογή θα μεταφέρει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις υψηλό κόστος για να έχουν υπερκέρδη λίγοι, θα περιορίσει την πρόσβαση όλων στα βασικά αγαθά όπως το νερό, θα αφαιρέσει περιουσία και αποφάσεις από τους δήμους και θα απομακρύνει την Ελλάδα από τον στόχο της κοινωνίας της ανακύκλωσης, εφόσον μοναδικό κριτήριο στη διαχείριση νερού και απορριμμάτων θα είναι το κέρδος ενός ιδιώτη.