Η πρόσφατη τραπεζική κρίση, που άρχισε με την κατάρρευση μεσαίων και μικρών αμερικανικών τραπεζών και συνεχίστηκε με την κατάρρευση και διάσωση της Credit Suisse στην Ευρώπη, είναι μια πολύ σοβαρή κρίση, που παρ' όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν ξέρουμε ακόμα πόσο άσχημα μπορεί να εξελιχθεί. Αυτό που είδαμε στην Αμερική και την Ελβετία είναι ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο δεν ήταν τελικά επαρκές, οι τράπεζες πήραν μεγάλους κινδύνους χωρίς λογική διαχείρισης και οι καταθέτες απέσυραν την εμπιστοσύνη  τους

Στην ευρωζώνη το εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο είναι πολύ πιο αυστηρό και το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων πολύ πιο δομημένο. Οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά ισχυρές, με ικανοποιητικούς δείκτες ρευστότητας. Τα τεστ αντοχής στα οποία υπόκεινται είναι απαιτητικά και ικανοποιούν ακραία δυσμενή σενάρια. Παρ' όλα αυτά οι πιθανότητες μετάδοσης υπάρχουν. 

Οι τράπεζες στις ΗΠΑ άρχισαν να έχουν ζημιές είτε λόγω της αύξησης των επιτοκίων που μείωσε τις τιμές των περιουσιακών τους στοιχείων (ομολόγων), είτε λόγω άλλων κακών επενδύσεων. Η υπερσυγκέντρωση στον κλάδο της τεχνολογίας δεν βοήθησε. Οι αρχικές ζημιές οδήγησαν σε απώλεια εμπιστοσύνης και απόσυρση καταθέσεων. Αυτό οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο ώσπου οι τράπεζες γίνονται μη φερέγγυες και οδηγούνται σε χρεοκοπία. Εκεί επεμβαίνει ο αρμόδιος θεσμός διαχείρισης κρίσεων (που περιλαμβάνει και την κυβέρνηση αν οι διαστάσεις της κρίσης ξεφεύγουν) για να προστατεύσει τους (ασφαλισμένους) καταθέτες αλλά και το σύστημα από μια ευρύτερη διάδοση. 

Τι θα χρειαζόταν για να μη φτάσουμε εκεί; Καταρχάς, να είχαν αποφευχθεί/αντισταθμιστεί οι κίνδυνοι που οδήγησαν σε ζημιές, π.χ. οι τράπεζες είχαν ειδοποιηθεί από τις κεντρικές τράπεζες ότι τα χαμηλά/αρνητικά επιτόκια είχαν ημερομηνία λήξης. Επίσης οι τράπεζες θα έπρεπε να ξέρουν ότι όταν συγκεντρώνουν τα δάνεια και τις καταθέσεις σε έναν συγκεκριμένο κλάδο, κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από ό,τι αν έχουν μια ευρύτερη βάση. Η διαφοροποίηση βοηθάει. 

Κατά δεύτερον όμως, οι τράπεζες θα πρέπει να δουν την πλευρά των καταθετών οι οποίοι υφίστανται πολύ χαμηλά επιτόκια, αρνητικά αν λάβουμε υπόψη και τον πληθωρισμό. Οι καταθέτες και ειδικά οι εταιρικοί καταθέτες (το 90% των καταθέσεων στην SVB ήταν εταιρικές), με σχετική εξοικείωση και γνώση, μπορούν να φεύγουν εύκολα προς καλύτερες αποδόσεις. 

Στην ευρωζώνη το μέσο περιθώριο επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και δανείων είναι γύρω στο 3% όταν στην Ελλάδα ξεπερνάει το 5%. Οσο ήταν χαμηλά τα επιτόκια της ΕΚΤ το μεγάλο περιθώριο είχε μια λογική. Ειδικά στη χώρα μας όπου οι τράπεζες είχαν συσσωρευμένες ζημιές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αλλά και τα κρατικά ομόλογα. Τώρα όμως οι καταθέτες αρχίζουν να είναι πιο απαιτητικοί και ευκίνητοι. Αναμένουν υψηλότερες αποδόσεις και καλύτερη πληροφόρηση.  

Οι τράπεζες θα πρέπει να φροντίσουν και τις δύο πλευρές, δηλαδή και να μειώσουν τον κίνδυνο των περιουσιακών τους στοιχείων (δάνεια, ομόλογα κ.λπ.) αλλά και να αυξήσουν υπεύθυνα τις αποδόσεις των υποχρεώσεών τους (καταθέσεις) ώστε να υπάρξει σταθερότητα και ηρεμία στην τραπεζική αγορά. 

*Η Ελένη Λουρή είναι ομότιμη καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος

(από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ")