Τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί σε μια τόσο ευμετάβλητη παγκόσμια οικονομία, όμως είναι μάλλον απίθανο η κρίση με κατάρρευση τραπεζών στις ΗΠΑ και στην Ελβετία να ακολουθηθεί από πανικό και να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό άλλων οργανισμών. Ειδικότερα για τις τράπεζες στην ευρωζώνη, και τις ελληνικές, έχει εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια αυστηρό σύστημα εποπτείας για την κεφαλαιακή τους επάρκεια και λειτουργία. Οσοι χειρίζονται πλευρές της οικονομικής

πολιτικής, σε κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισμούς είναι πολύ περισσότερο συντηρητικοί και προσπαθούν να αποφύγουν περιοχές κρίσης, έχοντας κατανοήσει πόσο γρήγορα μια ανάφλεξη μπορεί να επεκταθεί, ήδη από το 2008.

Το ότι στον βραχύ ορίζοντα η πιθανότητα μιας οξείας κρίσης είναι μικρή δεν σημαίνει πως η κατάσταση είναι εύκολη. Αντίθετα, το επόμενο έτος παρουσιάζει έντονες προκλήσεις. Τα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία έχουν βάθος. Κινήσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση προηγούμενων κρίσεων, κυρίως μέσω της διοχέτευσης εκτεταμένης ρευστότητας, έχουν οδηγήσει σε μερική μετάθεση του προβλήματος αλλά όχι λύση. Πλέον, η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι η ανάγκη για μεγάλη αύξηση των κεντρικών επιτοκίων λόγω του πληθωρισμού. Αυτή μειώνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης των οικονομιών και δημιουργεί πρόβλημα αναχρηματοδότησης σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κράτη. Μέσα σε γενικότερη επιβράδυνση, αναμένεται πως επιμέρους κρίσεις θα ανακύπτουν διαδοχικά, ίσως και με μεγαλύτερη πυκνότητα. Θα αρχίσουν να μειώνονται μόνο αφού η οικονομία βρεθεί σε ανοδική τροχιά.

Στο επόμενο διάστημα, όσοι έχουν εκτεθεί σε υψηλού ύψους δανεισμό με μικρές διασφαλίσεις θα αντιμετωπίσουν πιέσεις, ιδίως εάν είναι οργανικά αδύναμοι. Ο χειρισμός των ζημιών θα είναι επώδυνος. Προηγούμενα, ανάλογα προβλήματα καλύπτονταν από την ευρεία ρευστότητα στην οικονομία και έτσι αδύναμες επιχειρήσεις μπορούσαν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Στο νέο περιβάλλον, το χρήμα είναι ακριβότερο και πιο εκλεκτικό. Ετσι, η ανησυχία δεν πρέπει να εστιάζεται στον αν θα υπάρξει έξαρση του προβλήματος άμεσα αλλά στο ότι θα συσσωρεύεται επιβάρυνση σε βάθος μηνών.

Τι σημαίνουν αυτά για τη δική μας οικονομία; Ο ορίζοντας που βαραίνει δεν την ευνοεί. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων γενικά θα μειωθεί, ενώ το κόστος δανεισμού τους θα αυξηθεί. Το δημόσιο ταμείο δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες για επιδοτήσεις όπως πριν και το κόστος δανεισμού του επίσης θα ανέλθει. Ενόψει αναταράξεων, είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί πολιτική που θα προωθεί την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας σύντομα, ώστε να μην εκτροχιαστεί η χώρα προς υψηλό ρίσκο. Παράλληλα, καθώς το παγκόσμιο πλαίσιο δεν ευνοεί κατά τα άλλα επενδύσεις και εξαγωγές, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, μέσα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας.

 

*Ο Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ)