Η γεωπολιτική δεν είναι... γεωφυσική. Και η παρατηρούμενη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε σχέση με το οριακό σημείο στο οποίο αυτές είχαν οδηγηθεί το 2022, δεν προέκυψε ευθύγραμμα ως εξαγόμενο της περιώνυμης "διπλωματίας των σεισμών", αλλά αποτελεί προϊόν πολιτικής βούλησης εκατέρωθεν και συγκεκριμένων επαφών προτού η θεομηνία στη γείτονα στις 6 Φεβρουαρίου (και κατόπιν η δική μας τραγωδία των Τεμπών) οδηγήσει σε θερμές εκδηλώσεις καλής θέλησης μεταξύ των δύο λαών και των κυβερνήσεών τους

Σε συνέντευξη εφ' όλης της ύλης που έδωσε την Τετάρτη στο τουρκικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ο Ιμπραχίμ Καλίν, εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, περιγράφεται διά μακρών η νέα γραμμή της Άγκυρας και αποκαλύπτονται οι υπόγειες διεργασίες με την Αθήνα.

"Θεωρούμε ότι η δυναμική που επιτύχαμε τους τελευταίους μήνες (στις σχέσεις με την Ελλάδα) είναι ικανοποιητική και ευεργετική. Υπήρξε μερική χαλάρωση και πριν από τον σεισμό. Είχαμε στήσει μηχανισμό. Υπάρχουν ήδη διαδικασίες με τις οποίες ασχολούνται και άμεσα εφαρμόζουν αρμόδιες υπηρεσίες και τα υπουργεία μας. Υπάρχουν θέματα. Υπάρχει η ασφάλεια των συνόρων. Υπάρχει ο εναέριος χώρος. Υπάρχουν θέματα υφαλοκρηπίδας. Υπάρχει το Λιμενικό. Υπάρχουν διπλωματικές σχέσεις. Έχουμε πολλά θέματα, φυσικά, με την Ελλάδα".

Ο μηχανισμός στον οποίο αναφέρεται ο Καλίν είναι βεβαίως αυτός στον οποίο συμμετέχει ο ίδιος, πραγματοποιώντας επαφές με την επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του Έλληνα πρωθυπουργού, Άννα-Μαρία Μπούρα, και παλαιότερα με την προκάτοχό της, Ελένη Σουρανή. Μάλιστα ο σύμβουλος του Ερντογάν δεν δίστασε να παρατηρήσει ότι η ελληνική πλευρά "εργάσθηκε σκληρά" και "κατέβαλε ειλικρινή προσπάθεια" σε αυτή τη διαδικασία.

Χωρίς τρίτους

Αλλά το κρίσιμο στοιχείο για τον Καλίν και τον πολιτικό του προϊστάμενο είναι η μη παρεμβολή τρίτων: "Η Τουρκία και η Ελλάδα να λύσουν τα προβλήματά τους μιλώντας απευθείας μεταξύ τους. Nα πω πολύ ξεκάθαρα το εξής: Εάν προσπαθήσουμε να τα λύσουμε μέσω του Παρισιού, των Βρυξελλών, της Ουάσινγκτον, αυτό θα μας οδηγήσει σε αδιέξοδο. Ούτε βλέπουμε την Ελλάδα ως απειλή. Αλλά όταν υπάρχει απειλή για την κυριαρχία μας, τη ζωή μας, την πολιτική μας ενότητα, φυσικά, το πιο φυσικό μας δικαίωμα είναι να απαντήσουμε σε αυτήν".

"Είμαστε", συνέχισε, "δύο γείτονες. Είμαστε δύο χώρες που μοιραζόμαστε το Αιγαίο και είμαστε εδώ εκατοντάδες χρόνια. Και θα συνεχίσουμε να είμαστε εδώ. Ας κάνουμε, λοιπόν, αυτές τις συναντήσεις και συζητήσεις απευθείας. Όχι μέσω άλλων. Γιατί, όταν συμβαίνει αυτό, υπεισέρχονται άλλα πράγματα. Να μπορούμε να βρίσκουμε λύσεις μόνοι μας. Το έχουμε κάνει στο παρελθόν, μπορούμε να το κάνουμε και σήμερα. Ο πρόεδρός μας έχει θέληση σε αυτό το θέμα. Θέληση έχει και ο κ. Μητσοτάκης. Το βλέπω αυτό".

Όλα αυτά μόλις μερικούς μήνες αφότου ο Ταγίπ Ερντογάν "διέγραψε" τον Κυριάκο Μητσοτάκη από συνομιλητή και επιδόθηκε σε ευθείες απειλές του τύπου "θα έρθουμε νύχτα".

Μικρά και μεγάλα δείγματα

Τα δείγματα, πάντως, είναι συγκεκριμένα. Η ρητορική έχει αλλάξει και οι παραβιάσεις στο Αιγαίο έχουν σχεδόν μηδενιστεί το τελευταίο διάστημα. Ο Νίκος Δένδιας, πρώτος Ευρωπαίος υπουργός που επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές της Τουρκίας μία εβδομάδα μετά τον μεγάλο σεισμό, είχε και πάλι την ευκαιρία να συναντηθεί με τον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η μεν Άγκυρα θα στηρίξει την ελληνική υποψηφιότητα για μία θέση μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η δε Αθήνα τη διεκδίκηση από τουρκικής πλευράς της γενικής γραμματείας του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (IMO).

Την Τρίτη ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έγινε ο πρώτος έπειτα από δύο δεκαετίες Έλληνας υπουργός Άμυνας που επισκέφθηκε τη γείτονα, περιοδεύοντας μάλιστα στις σεισμόπληκτες περιοχές μαζί με τον ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ.

Είχε προηγηθεί τον Μάρτιο η συνάντηση στην Άγκυρα των υφυπουργών Εξωτερικών Μπουράκ Ακσαπάρ και Κωνσταντίνου Φραγκογιάννη με εμπορική και οικονομική ατζέντα, αλλά και μικρότερες, ενδεικτικές χειρονομίες, όπως η μεταφορά σε ελληνικές φυλακές του πατέρα ενός θύματος των Τεμπών που εξέτιε ποινή στην Τουρκία και, βέβαια, το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Ερντογάν για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, το οποίο, καίτοι προβλεπόμενο από το πρωτόκολλο, προκάλεσε τον ερεθισμό Τούρκων εθνικιστών.

Μάλιστα, ο ίδιος ο Ερντογάν σε "ιφτάρ" (τελετουργικό δείπνο του Ραμαζανιού) προς τους πρεσβευτές της Τουρκίας σημείωσε: "To κλίμα που έχει δημιουργηθεί τελευταία με την Ελλάδα, στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, ελπίζω πως θα αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για την επίλυση των προβλημάτων. Yποστηρίζουμε τα βήματα που συμβάλλουν στη σταθερότητα και την ειρήνη των Βαλκανίων, όπως πάντα. Παρά τις όλες αδικίες που έχουμε υποστεί, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει στρατηγικός στόχος για την Τουρκία".

Τα ευρύτερα συμφραζόμενα και τα αναπάντητα ερωτήματα

Η αναφορά του Ερντογάν στη μισοξεχασμένη ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του δίνει ένα ερμηνευτικό κλειδί για την παρατηρούμενη αλλαγή κλίματος στα ελληνοτουρκικά. Οι μεγάλες ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή το τελευταίο διάστημα (βλ. ενδεικτικά την αποκατάσταση σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ιράν με κινεζική μεσολάβηση) επιβάλλουν στην Άγκυρα την αποφυγή περιττών εντάσεων και την εκ νέου ενδυνάμωση των σχέσεών της με τη Δύση, όπως αυτή καταδείχθηκε χαρακτηριστικά και από την απεμπλοκή της ένταξης της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Ομοίως, οι οικονομικές ανάγκες της Τουρκίας, που παίρνουν διαστάσεις δραματικές στο φόντο της μετασεισμικής ανοικοδόμησης, καθιστούν "πολυτέλεια" τις εντάσεις.

Το "δεν θεωρούμε την Ελλάδα απειλή" είναι ταυτοχρόνως δείγμα αβροφροσύνης, αλλά και αντίληψης υπεροχής. Κυρίως όμως υπονοεί ότι τα δείγματα γραφής που λαμβάνονται από την Ουάσινγκτον μειώνουν την ανησυχία στην Άγκυρα (όπως αυτή κορυφώθηκε μετά την περσινή ομιλία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο) ότι η Αθήνα αποτελεί την "αιχμή του δόρατος" ευρύτερων αντισυσπειρώσεων.

Τέσσερα μεγάλα αγκάθια

Ούτως ή άλλως, Τουρκία και Ελλάδα βρίσκονται στις παραμονές εκλογικών αναμετρήσεων, οι οποίες θα διεξαχθούν με διαφορά μίας εβδομάδας, στις 14 και 21 Μαΐου αντιστοίχως. Όμως αυτό κάθε άλλο παρά μεταφράζεται σε πάγωμα της κινητικότητας. Η Αθήνα, άλλωστε, έχει κάθε συμφέρον, όποια και αν είναι η "επόμενη μέρα", να επενδύσει σε δοκιμαστικά βήματα εκτόνωσης, πόσω μάλλον που ο αντίπαλος του Ταγίπ Ερντογάν, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θα αποτελεί, εάν επικρατήσει, έναν ηγέτη λιγότερο ικανό για μεγάλες στροφές και περισσότερο δεσμευμένο στους εθνικιστές.

Παραμένουν, βέβαια, τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα. Ο αυστηρά διμερής και εφ' όλης της ύλης διάλογος που επιδιώκει η Άγκυρα έχει ένα εύρος με το οποίο η ελληνική διπλωματία δεν μπορεί να αισθανθεί άνετα. Πόσω μάλλον όταν παραμένουν μεγάλα αγκάθια όπως το casus belli, το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου υπό το πρόσχημα της αποστρατιωτικοποίησης και, βέβαια, η επιθυμία διαχωρισμού των ελληνοτουρκικών από το Κυπριακό.

(από capital.gr)