«Οι λόγοι που ώθησαν την Σ. Αραβία να λάβει την αιφνιδιαστική απόφαση για μείωση της παραγωγής, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί ο συνήθης κύκλος διαβουλεύσεων εντός του πετρελαϊκού καρτέλ, υποδηλώνει ότι η απόφαση ελήφθη την δεδομένη χρονική στιγμή προκειμένου το Ριάντ να προλάβει καταστάσεις τόσο σε εμπορικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Για αυτό στην ουσία η κίνηση αυτή της Σ. Αραβίας μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε για καθαρά προληπτικούς λόγους ενώ ταυτόχρονα μετέφερε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς τις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα». Το απόσπασμα από το σημερινό άρθρο του Κ.Ν. Σταμπολή στο energia.gr δίνει ένα στίγμα της νέας κατάστασης που δημιουργείται στις σχέσεις δύο «στρατηγικών» εταίρων σε μια από τις πιο ευαίσθητες περιοχές στον πλανήτη εδώ

καθώς το αραβικό βασίλειο ανασχεδιάζει τη διπλωματική ατζέντα και προτεραιότητές του κατά τρόπο που το απομακρύνει από τη μαγνητική ζώνη των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος το γεγονός ότι ο διευθυντής της CIA, Μπιλ Μπερνς επισκέφθηκε απροειδοποίητα προ ημερών την Σαουδική Αραβία όπου φέρεται να εξέφρασε την απογοήτευση της Ουάσινγκτον για το άνοιγμα του Ριάντ προς το Ιράν και την Συρία με τη μεσολάβηση χωρών ων αντιπάλων των ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας.

Αμερικανός αξιωματούχος που διατήρησε την ανωνυμία του επιβεβαίωσε το ταξίδι του Μπερνς, μιλώντας στο Al-Monitor. "Ο διευθυντής Μπερνς ταξίδεψε στη Σαουδική Αραβία όπου συναντήθηκε με ομολόγους του των μυστικών υπηρεσιών και ηγέτες της χώρας για θέματα κοινού ενδιαφέροντος", δήλωσε.

Ο Αμερικανός αξιωματούχος δεν αποκάλυψε την ακριβή ημέρα του ταξιδιού, αλλά είπε ότι ο επικεφαλής της CIA συζήτησε το θέμα της συνεργασίας των μυστικών υπηρεσιών, ειδικά στον τομέα της αντιτρομοκρατίας. Ο διευθυντής της CIA συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο του θρόνου της χώρας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ανέφερε την Πέμπτη η Wall Street Journal

Το δημοσίευμα αποκάλυψε ότι ο επικεφαλής της αμερικανικής κατασκοπείας εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη συνεχιζόμενη προσέγγιση του Ριάντ τόσο με την Τεχεράνη όσο και με τη Δαμασκό.

Ο Μπερνς εξέφρασε την απογοήτευσή του και φέρεται να είπε στον πρίγκιπα- διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ότι οι ΗΠΑ αισθάνθηκαν αιφνιδιασμένες από την προσέγγιση του Ριάντ με το Ιράν και τη Συρία", ανέφερε η WSJ.

Σημειώνουμε ότι η Σαουδική Αραβία συμφώνησε τον περασμένο μήνα να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις του με το Ιράν, με τη μεσολάβηση της Κίνα.

Μάλιστα την περασμένη Πέμπτη συναντήθηκαν στο Πεκίνο, ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν με τον ομόγολό του από το Ιράν,  Χοσεΐν Αμίρ Αμπντολαχιάν και συμφώνησαν να αποκαταστήσουν τη λειτουργία των προξενείων και των πρεσβειών καθώς και να επαναρχίσουν τις αεροπορικές πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Όσον αφορά στη Συρία, η Μόσχα μεσολαβεί μεταξύ του Ριάντ και της Δαμασκού σε μια προσπάθεια να αποκατασταθούν οι προξενικοί δεσμοί που διακόπηκαν το 2011, μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων από τον Σύρο πρόεδρο, Μπασάρ αλ Άσαντ. Η Σαουδική Αραβία εξετάζει το ενδεχόμενο να προσκαλέσει τον Άσαντ στη σύνοδο κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου που θα φιλοξενήσει το Ριάντ τον επόμενο μήνα.

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, το Ομάν, η Αλγερία και η Ιορδανία έχουν ήδη αποκαταστήσει τους διπλωματικούς δεσμούς τους με το καθεστώς Άσαντ, που τελεί υπό τις βαριές κυρώσεις των ΗΠΑ.

Χρονικό ενός προαναγγελθέντος «διαζυγίου»;

Η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να κατηγορήσει, στις αρχές του 2021, δημοσίως τον πρίγκιπα- διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, το 2018, καθώς και οι επακόλουθες κυρώσεις σε βάρος ορισμένων μελών  του στενού κύκλου του πρίγκιπα, έδειξαν τις διαθέσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ και έστειλαν σαφές μήνυμα στους ιθύνοντες του Ριάντ ότι η Ουάσιγκτον δεν θα έκλεινε πλέον τα μάτια στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα.

Η δημόσια επίπληξη απετέλεσε το έναυσμα μιας δραματικής αναστροφής στις σχέσεις των δύο χωρών  και πυροδότησε μια ακόμη περίοδο υψηλών εντάσεων, σε σημείο που να φαίνεται ότι έχουν φθάσει σε ένα σημείο όπου μια πλήρης συμφιλίωση να μοιάζει πια  αδύνατη. Η δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον, για την επαναπροσέγγιση του Ριαντ με παραδοσιακούς εχθρούς των ΗΠΑ, που μετέφερε ο αρχηγός των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, στα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας της αραβικής θρησκευτικής μοναρχίας επιβεβαιώνει τις θέσεις ορισμένων κύκλων εντεύθεν του Ατλαντικού ότι αυτή η σχέση δεν είναι, τελικά, αρκετά επωφελής για τις ΗΠΑ ώστε να παραβλέπει ανάλογες συμπεριφορές, στον τομέα της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολλώ δε μάλλον, σε γεωστρατηγικό επίπεδο.

Κατά τη διάρκεια της 75ετούς εταιρικής σχέσης μεταξύ ΗΠΑ - Σαουδικής Αραβίας, η τελευταία αποδείχθηκε συχνά, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν Δυτικοί αναλυτές, ένα εξαιρετικά αναξιόπιστο μέρος, της οποίας οι ενέργειες υπονόμευσαν πολλές φορές την αμερικανική ευημερία εξαιτίας αντικρουόμενων συμφερόντων.

Φυσικά, το πρώτο κύριο συστατικό αυτής της στρατηγικού χαρακτήρα διαπάλης  είναι ανέκαθεν το Ισραήλ, ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα στη σύγχρονη διεθνή πολιτική σκηνή.

Εκτός από αυτή την ανοιχτή εχθρότητα με αφορμή το εβραϊκό κράτος, η Σαουδική Αραβία επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την εξάρτηση των ΗΠΑ από το πετρέλαιό της, προκειμένου να πιέσει την Ουάσινγκτον να μεταβάλει την εξωτερική πολιτική της σε αυτό το θέμα. Το εμπάργκο πετρελαίου που επεβλήθη στις ΗΠΑ το 1973 ήρθε μετά την απόφαση της κυβέρνησης Νίξον να προσφέρει στο Ισραήλ πακέτο στρατιωτικής βοήθειας ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό το εμπάργκο μείωσε τις παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου κατά 14%, πυροδότησε μαζικό πανικό στην Αμερική για την έλλειψη καυσίμων και προκάλεσε μεγάλη οικονομική ύφεση στη χώρα. Ο Νίξον υποχρέωθηκε σε μερική αναδίπλωση, καθώς οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου απαίτησαν από τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν ενεργά την αποχώρηση του Ισραήλ από την Συρία.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανοχή των ΗΠΑ απέναντι στην επιθετική στάση της Σαουδικής Αραβίας ήταν επιβεβλημένη και αναπόφευκτη λόγω της εξουθενωτικής εξάρτησής τους από το σαουδαραβικό πετρέλαιο. Ωστόσο, ο ταπεινωτικός εκβιασμός που ενορχήστρωσε το βασίλειο το 1973 λειτούργησε ως προειδοποίηση για την Ουάσινγκτον και προκάλεσε σημαντική αλλαγή στην αμερικανική ενεργειακή πολιτική. Είναι ενδεικτικό πως αμέσως μετά τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, ο πρόεδρος Νίξον διατύπωσε το "Σχέδιο Ανεξαρτησίας", με στόχο την επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας έως το 1980. Παρόλο που ο στόχος δεν επιτεύχθηκε, έδειξε σαφώς ότι οι ΗΠΑ είχαν συνειδητοποιήσει πόσο προβληματική ήταν η εξάρτησή τους από το σαουδαραβικό πετρέλαιο και αποτέλεσε το πρώτο βήμα της μακράς διαδικασίας που οδήγησε στη σημερινή οιονεί ενεργειακή ανεξαρτησία της Αμερικής.

Το 2020, οι ΗΠΑ εξήγαγαν πράγματι περισσότερο πετρέλαιο από ό,τι εισήγαγαν, επιτυγχάνοντας ένα ορισμένο είδος ενεργειακής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, καταβλήθηκαν προσπάθειες από διάφορες κυβερνήσεις για να μειωθεί η σημασία των εξαγωγών πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, ο Καναδάς έγινε ο μεγαλύτερος μεμονωμένος εξαγωγέας πετρελαίου στη χώρα το 2004, ξεπερνώντας τη Σαουδική Αραβία. Έκτοτε, ο Καναδάς έχει εδραιωθεί σταθερά ως η πρώτη πηγή εισαγόμενου πετρελαίου της Αμερικής. Το 2019, αντιπροσώπευε το 49% των συνολικών εισαγωγών πετρελαίου των ΗΠΑ και το 56% των συνολικών εισαγωγών αργού πετρελαίου των ΗΠΑ, ενώ τα ποσοστά εισαγωγών της Σαουδικής Αραβίας ήταν μόλις 6% και 7% αντίστοιχα, συμφωνα με στοιχεία της (US Energy Information Administration, 2020.

Το εμπάργκο της Σαουδικής Αραβίας εναντίον του Κατάρ, βασικού στρατιωτικού συμμάχου  των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, δίνει συνέχεια στην αντιπαράθεση με τη μεγάλη δυτική δημοκρατία. Το 2017, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος και το Μπαχρέιν διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις με το Κατάρ, έκλεισαν τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά τους με το Εμιράτο, επέβαλαν αεροπορικό εμπάργκο και μποϊκοτάρισαν το πρακτορείο Al-Jazeera, επειδή το Κατάρ κατηγορήθηκε ότι υποστηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις. Το εμπάργκο ώθησε το Κατάρ να μειώσει την εξάρτησή του από τις σαουδαραβικές εισαγωγές γεωργικών προϊόντων και να βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις του με το Ιράν. Έτσι, η ενέργεια της Σαουδικής Αραβίας έθεσε σε κίνδυνο την ισχυρή θέση της στην Mέση Ανατολή και ενίσχυσε τα συμφέροντα του Ιράν, σε μια επιζήμια εξέλιξη για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή.

Αλλά και στον τομέα της ενέργειας, η Σαουδική Αραβία έχει συμβάλει στην πρόσφατη επιδείνωση ορισμένων θεμελιωδών παραμέτρων για την αμερικανική οικονομία, ιδίως στον απόηχο της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19. Ο πόλεμος τιμών με την Ρωσία στάθηκε η αφορμή το Ριάντ να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου του, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, γεγονός που συνέβαλε σε ένα άνευ προηγουμένου πτωτικό σπιράλ των τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιτίας αυτής της απόφασης, κατέρρευσαν οι τιμών του αμερικανικού αργού, γεγονός που προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην ενεργειακή βιομηχανία της χώρας, οδηγώντας σε κύμα πτωχεύσεων και επιφέροντας οικονομικά δεινά.

Συνεπώς, η εξωτερική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας φαίνεται ότι αντιβαίνει ορισμένες από τις γραμμές σύγκλισης με την αντίστοιχη των ΗΠΑ.

Το ποιες θα είναι οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες συνέπειες της μονομερούς απόφασης του Ριαντ να μειώσει περαιτέρω της ημερήσια παραγωγή πετρελαίου της χώρας καθώς και η επαναπροσέγγισή του αραβικού βασιλείου με το Ιράν και την Συρία, μέλλει να φανεί. Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις ΗΠΑ-Σ. Αραβίας επιστρέφουν για τα καλά στο πιο ταραχώδες από το πρόσφατο παρελθόν τους.