Οι Τούρκοι είναι, όχι μόνον προβλέψιμοι, είναι και αποκαλυπτικοί. Πολύ συχνά αυτοί αναδεικνύουν ζητήματα τα οποία η ελληνική πλευρά επιμελώς (ενίοτε και αιδημόνως) προσπαθεί να κρατήσει στην αφάνεια. Διανύουμε τώρα μια περίοδο ομαλών σχέσεων, που οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Τουρκία έχει γονατίσει εξ αιτίας των καταστρεπτικών σεισμών και χρειάζεται χρόνο για να ανακάμψει και για να ανασυγκροτηθεί.

Δεν πρόκειται για το πρώτο βήμα μιας σταδιακής αποκλιμακώσεως και οριστικής εξομαλύνσεως των τριβών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Αυτό το κλίμα ευφορίας το οποίο έχει επικρατήσει, καλλιεργείται κατ' αρχήν από τον «διεθνή παράγοντα» που θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει οριστική λύσις στα ελληνο-τουρκικά βλέποντας τα πράγματα μόνον επιφανειακά χωρίς να εμβαθύνει στις αιτίες που τα έχουν διαμορφώσει και την πραγματική σύγκρουση κόσμων, πολιτισμών και κοσμοθεωριών που ευρίσκεται στην βάση τους.

Κάποιοι στα υψηλά κλιμάκια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, αποδέχονται αυτό το κλίμα είτε επειδή δεν έχουν επαρκές γνωστικό επίπεδο για να κατανοήσουν την πραγματικότητα, είτε διότι «ποιούντες την ανάγκην φιλοτιμία» συντάσσονται με τις επιταγές της «μεγάλης δυνάμεως» που επιθυμεί ήρεμα νερά στο Αιγαίο.

Τα γεγονότα όμως, ακόμη και τα πρόσφατα δεν αφήνουν περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Είχε και κατά παρελθόν υπάρξει περίοδος προσεγγίσεως όταν και πάλι σεισμοί έπληξαν την Τουρκία (την βορειοδυτική πλευρά της τότε, καταστρέφοντας και τον ναύσταθμο του Γκολτσούκ). Τότε μάλιστα είχε εισαχθεί έκφρασις «διπλωματία των σεισμών». Ελάχιστα κράτησε. Κάποιοι μπορεί να θυμούνται τα ζεϊμπέκικα του Γιώργου Παπανδρέου (υπουργού Εξωτερικών τότε στην κυβέρνηση Σημίτη) με τον ομόλογό του -εκλιπόντα πλέον- Ισμαήλ Τζεμ. Ενθυμούμεθα μάλιστα την προσφώνησή του «φίλε Ισμαήλ». Μας επανέρχεται στο μυαλό κάθε φορά που ακούμε σήμερα τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να ομιλεί για τον «φίλο του Μεβλούτ».

Πολύ φοβούμεθα λοιπόν ότι και αυτή η προσπάθεια προσεγγίσεως θα έχει την τύχη όλων των προηγουμένων. Το πρόβλημα είναι, ότι μπορεί πριν τα πράγματα επιστρέψουν στην προτέρα κατάσταση, να έχουν γίνει κινήσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα εθνικά μας συμφέροντα. Και φαίνεται πως ήδη δρομολογούνται συγκεκριμένες ενέργειες. Φαίνεται ότι η Ελλάς είναι έτοιμη να υποχωρήσει από την θέση του «δεν παραχωρούμε» την οποία είχε προσδιορίσει ήδη από το 1974 μαζί με το «δεν διεκδικούμε» ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Δυστυχώς η Τουρκία, έχει όλα αυτά τα χρόνια κάνει κινήσεις που συνιστούν όχι απλώς διεκδικήσεις αλλά και καταπάτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Τέτοια ενέργεια είναι το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο που διαμοιράζει μεταξύ των δύο συμβαλλομένων θαλάσσιες ζώνες που κατά το δίκαιο της θαλάσσης αποτελούν περιοχές ασκήσεως ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Απαράδεκτη κατά το διεθνές δίκαιο είναι εξ άλλου η απειλή του casus beli για την περίπτωση κατά την οποία η Ελλάς θα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Και όμως, πληροφορίες αναφέρουν ότι η Ελλάς είναι πρόθυμη να συζητήσει κλιμακωτή επέκταση των χωρικών της υδάτων, όπου σε ελάχιστα μόνον σημεία θα φθάνουν τα 12 μίλια λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα την άρση του casus beli και την αναθεώρηση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου.

Οι Τούρκοι θέτουν ένα ζήτημα ελεύθερης ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο, το οποίο πράγματι καθίσταται «κλειστή θάλασσα» αν τα χωρικά ύδατα των ελληνικών νησιών επεκταθούν στα 12 μίλια. Τα ζήτημα αυτό όμως είναι λελυμμένο. Μια ναυτική χώρα όπως η Ελλάς, που διεκδικεί ελεύθερη ναυσιπλοΐα σε όλον τον κόσμο, δεν θα δημιουργούσε περιορισμούς στους θαλάσσιους δρόμους που έχει υπό τον έλεγχό της. Ας αναζητήσουν οι αρμόδιοι την προεργασία που είχε γίνει από την Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, ήδη από την εποχή που ενεκρίθη η σύμβασις του Μοντέγκο Μπαίϋ που καθιέρωνε το δικαίωμα επεκτάσεως χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Υπάρχει προσδιορισμός διαύλων ελευθέρας ναυσιπλοΐας καθώς και πρόβλεψις για την πρόσβαση στα τότε σοβιετικά αγκυροβόλια που με την επέκταση θα ευρίσκοντο εντός ελληνικών χωρικών υδάτων. Όλα είχαν προβλεφθεί εγκαίρως. Φαίνεται όμως ότι εμείς τα λησμονούμε και ερχόμεθα να διαπραγματευόμεθα και να κάνουμε υποχωρήσεις προκειμένου να κερδίσουμε τα αυτονόητα, την συμμόρφωση δηλαδή της Τουρκίας προς το διεθνές δίκαιο.

Θα υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίϋ, οπότε αυτό που θα επιδιώξει σε αυτήν την φάση η Ελλάς θα είναι να αποδεχθεί η Άγκυρα το δίκαιοτης θαλάσσης ως «εθιμικό».

Φαίνεται λοιπόν ότι οι «μηχανισμοί αποκλιμακώσεως» που κατά τον εκπρόσωπο του Τούρκου Προέδρου, Ισμαήλ Καλίν «υπάρχουν ήδη» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δεν ενεργοποιούνται μόνον για την διαχείριση ενδεχομένων κρίσεων, αλλά ήδη έχουν καταστεί άτυπος διάλογος με την χώρα μας να μπαίνει σε διαδικασία δούναι και λαβείν.

Την ίδια στιγμή η Τουρκία, έχοντας δημιουργήσει ευρύ πεδίο δυνητικών υποχωρήσεων που ουσιαστικώς δεν της κοστίζουν τίποτε δεν έχει προβεί ούτε κάν σε μια δήλωση καλής θελήσεως. Το ελάχιστο που θα περίμενε κανείς θα ήταν αποσύρει την απειλή του casus beli και να σταματήσει να απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών. Φαίνεται όμως ότι το δεύτερο τουλάχιστον ζήτημα θα το θέσει η Ελλάς σε μεταγενέστερη φάση και αφού έχει αποδεχθεί την κλιμακωτή επέκταση των χωρικών της υδάτων.

Το ουσιαστικό θα είναι πάντως, αν επιτευχθεί άρσις του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, το οποίο πάντως δεν θεωρούμε πιθανόν να ακυρώσει η Τουρκία στο σύνολόν του, αλλά μάλλον θα διαπραγματευθεί  αλλαγές σε επί μέρους σημεία του και κυρίως πέριξ της Κρήτης και νησιών της Δωδεκανήσου στα οποία αναγνωρίζει μόνον τα έξι μίλια των χωρικών τους υδάτων. Αποδοχή από την Ελλάδα τέτοιων «προσαρμογών» σημαίνει αυτομάτως ότι αποδέχεται οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία ξεκινώντας από «μηδενική βάση» και χωρίς κάν να θέτει την αρχή της μέσης γραμμής, ως σημείο εκκινήσεως των συνομιλιών.