Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από το ταξίδι του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην Κίνα ήταν ότι πλέον η Ένωση θέλει να απεμπλακεί από την εξάρτηση των ΗΠΑ. Σε συνέντευξή του στην Les Echos, o Μακρόν ζήτησε από την Ευρώπη να μην γίνει ακόλουθος των ΗΠΑ ή της Κίνας. Κι αν για το θέμα της Κίνας, η παρέμβαση Μακρόν δεν προκαλεί μεγάλη εντύπωση, το γεγονός ότι κράτησε τις ίδιες αποστάσεις από Πεκίνο και Ουάσιγκτον είναι κάτι πρωτοφανές για Ευρωπαίο. Με αφορμή το θέμα της Ταιβάν, ο Γάλλος Πρόεδρος ανέφερε «το χειρότερο θα ήταν 

να σκεφτούμε ότι εμείς οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να ακολουθούμε και να προσαρμοζόμαστε στους αμερικανικούς ρυθμούς ή στην κινεζική υπεραντίδραση». «Προτεραιότητά μας δεν είναι η προσαρμογή μας στην ατζέντα των άλλων σε όλες τις περιοχές του κόσμου», υπογράμμισε, ξεδιπλώνοντας το όραμά του για την μετατροπή της Ευρώπης στην τρίτη υπερδύναμη. Ωστόσο ο Μακρόν δεν εκπροσωπεί την άποψη όλων των Ευρωπαίων. Η επικεφαλης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που συνόδευσε τον Γάλλο Πρόεδρο στο ταξίδι του στην Κίνα, ήταν πολύ επικριτική απέναντι στις πρακτικές του Πεκίνου, ενώ αρκετοί την έχουν κατηγορήσει για φιλοαμερικανικά αισθήματα.

Σε κάθε περίπτωση αυτό που φαίνεται προς τα έξω είναι ότι για μια ακόμη φορά η Ευρώπη δεν παρουσιάζει μια ενιαία φωνή. Και μπορεί οι δηλώσεις και οι προθέσεις του Γάλλου Προέδρου περί ευρωπαϊκής αυτονομίας να κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση, είναι όμως απορίας άξιο πόσοι την ενστερνίζονται μέσα σε μια Ένωση πολλαπλών ταχυτήτων και αντιθετικών συμφερόντων. Ακόμη και στο θέμα της προσέγγισης της Μόσχας δεν υπάρχει ομοφωνία, με τις Βαλτικές χώρες να επιθυμούν την μεγίστη των κυρώσεων, την Γερμανία, την Γαλλία και την Ιταλία να είναι πιο μετριοπαθείς και την Ουγγαρία να συνεχίζει τον εναγκαλισμό της με την Μόσχα. Όσο για τις σχέσεις της Ένωσης με τις ΗΠΑ δεν διανύουν και την καλύτερη περίοδό τους. Η βεβαιότητα κάποιων ότι η αποχώρησις Τραμπ και η εκλογή Μπάιντεν θα έφερναν πιο κοντά Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον δεν επαληθεύθηκαν ποτέ. Τουναντίον δεν είναι λίγες φορές που οι δυο πλευρές ήρθαν και σε σύγκρουση.

Η πρώτη φορά ήταν μετά την ανακοίνωση της συμμαχίας AUKUS (Αυστραλία, Βρεταννία, ΗΠΑ) λίγους μήνες πριν την έναρξη του πολέμου, που ουσιαστικά ακύρωνε μια εξαιρετικά ωφέλιμη για το Παρίσι συμφωνία με την Καμπέρα για τα μάτια των Αμερικανών. Από το 2016 το Παρίσι είχε συμφωνήσει με την Καμπέρα να εξοπλίσει το αυστραλιανό Ναυτικό με 12 υποβρύχια τύπου «Barracuda», μία κολοσσιαία παραγγελία συνολικού ύψους 90 δισ. δολαρίων Αυστραλίας ή 56 δισ. ευρώ, η απώλεια της οποίας εξόργισε τη γαλλική κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-ιβ Λε Ντριάν κατηγόρησε την Αυστραλία για «πισώπλατη μαχαιριά», επικρίνοντας και τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι δεν είχαν πληροφορήσει το Παρίσι για τη συμφωνία πώλησης αμερικανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Καμπέρα. Εν τέλει Μακρόν και Μπάιντεν συνομίλησαν και οι τόνοι έπεσαν. Οι σχέσεις όμως μεταξύ Παρισίων και Ουάσιγκτον δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως.

Το αποκορύφωμα όμως της έντασης των άλλοτε πιστών συμμάχων ήταν όταν τον περασμένο Οκτώβριο ο Γάλλος πρόεδρος επιτέθηκε στον Αμερικανό ομόλογό του με αφορμή την ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει και τα «παιχνίδια» με το φυσικό αέριο, καταγγέλλοντας τις ΗΠΑ ότι κρατούν σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές του LNG στο εσωτερικό την ίδια ώρα που στέλνουν σε τιμές ρεκόρ το καύσιμο στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα τις κατηγόρησε και για την πολιτική των επιδοτήσεων της εγχώριας βιομηχανίας, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες «επιτρέπουν την κρατική επιχορήγηση να φτάσει στο 80% σε κάποιους τομείς, ενώ εδώ [σ.σ. στην Ευρώπη] απαγορεύεται». Πρόκειται για μια τακτική που επίσης δημιουργεί διπλό στάνταρ, είπε και πρόσθεσε, ότι «όλα σχετίζονται με την ειλικρίνεια του διατλαντικού εμπορίου». Αιτία για την νέα αυτή σύγκρουση είναι ο «πράσινος» νόμος του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος ουσιαστικά δίνει πλεονέκτημα στις αμερικανικές εταιρείες έναντι των ευρωπαϊκών αυτοκινητοβιομηχανιών. «Τα στοιχεία του IRA κινδυνεύουν να διαλύσουν τους όρους ανταγωνισμού και κάνουν διακρίσεις σε βάρος των ευρωπαϊκών εταιρειών», κατέστησε σαφές η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στους 27 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνιμο αγκάθι στις σχέσεις τους ήταν η οικονομική συμμετοχή των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ αλλά και τα σχέδια για τη δημιουργία ευρωστρατού. Η Ουάσιγκτoν ανησυχεί ότι μια μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία των Ευρωπαίων θα υπονομεύσει την δύναμη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ωστόσο οι ανησυχίες αυτές κάμφθηκαν καθώς ο πόλεμος της Ουκρανίας βοήθησε στην ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ με την πρόσφατη είσοδο και της Φινλανδίας στους κόλπους του.