Οι ημέρες της ενεργειακής ευφορίας στην Ευρώπη παρήλθαν οριστικά και με πάταγο. Οι κυβερνήσεις των μεγάλων εθνών της Γηραιάς ηπείρου, ιδίως της Γερμανίας, έμαθαν μια ολόκληρη γενιά να εφησυχάζει, και να τα περιμένει όλα από την Ρωσία, κατά κύριο λόγο, φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Έπειτα, υπήρχε και η σίγουρη και αρκετά προσιτή ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαγαν πυρηνικοί αντιδραστήρες - από τους οποίους είναι γεμάτες η Γερμανία  και κυρίως, η Γαλλία - και ο άνθρακας/λιγνίτης. Όλα τούτα άρχισαν να ξεφτίζουν αφότου τέθηκε σε κίνηση το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Ευρώπης για την πράσινη ενέργεια 

από τον ήλιο, τον άνεμο και το νερό και τελείωσαν οριστικά (;) ένα ξημέρωμα, τον Φεβρουάριο του 2022, καθώς ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία. 

Τα όνειρα καλοκαιρινής νυκτός για ένα βιώσιμο μέλλον, όπου η ενέργεια θα είναι καθαρή και φθηνή για όλους αντικαταστάθηκαν από τον εφιάλτη που δημιούργησαν η εκρηκτική άνοδος του κόστους του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και η απειλή της ανεπάρκειας φυσικού αερίου και υποδομών LNG. Για τους Ευρωπαίους, η βίαιη αφύπνιση σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: ενεργειακή ανασφάλεια. Και πώς μπορείς να διορθώσεις μια τέτοια διαρθρωτική απειλή; Δημιουργώντας συνθήκες ασφάλειας προμηθειών και επίσπευσης εφαρμογής πολιτικών που εξασφαλίζουν ενεργειακή επάρκεια και ενεργειακή αυτονομία.

Ορισμένα από τα προαπαιτούμενα αυτής της νέας στρατηγικής μοιάζουν να έχουν επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα έθνη της Ευρώπης συμφώνησαν, όχι δίχως να χυθεί «αίμα», να διαφοροποιήσουν τις οδούς των προμηθειών υγροποιημένου φυσικού αερίου –σε όφελος των ΗΠΑ- και να ομονοήσουν σε μια σειρά μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας, επιβολής ανώτατων ορίων στις χρηματιστηριακές τιμές του φυσικού αερίου και επιτάχυνσης της στροφής στις ΑΠΕ. Ορισμένα έθνη έφθασαν σε σημείο να επανατοποθετηθούν επί τω ευνοϊκώτερο, στα ζητήματα της παράτασης της χρήσης του λιγνίτη -μεταξύ άλλων και η Ελλάδα – και της έρευνας για υδρογονάνθρακες –μεταξύ άλλων  και η Ελλάδα!    

Όμως, είναι άλλο να μιλάς για ενεργειακή ασφάλεια και άλλο να το επιτυγχάνεις. Για παράδειγμα, όλοι συμφωνούν ότι τα χειρότερα για την ΕΕ αναμένονται την προσεχή χειμερινή περίοδο 2023-2024. Τότε θα δούμε το κατά πόσο η ανάκαμψη των ασιατικών οικονομιών –κυρίως της Κίνας- μετά την περιπέτεια με τον Covid-19, θα υπονομεύσει τη δυνατότητα της Ευρώπης να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ποσότητες φυσικού αερίου για να καλύψις τις ανάγκες της.  Και οι πιθανότητες είναι σε βάρος της.           

Σε άρθρο του Thomas Wackman, ειδήμονα σε θέματα εθνικής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων με τίτλο  «Η ενεργειακή ασφάλεια είναι εθνική ασφάλεια» που δημιοσιεύτηκε από το Institute  for Energy Research, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη, και ότι η έλλειψη της μίας μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις.

Ο Thomas Wackman χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την Ευρώπη, όπου η Γερμανία ταλανίζεται από τα διπλά χτυπήματα της κακοσχεδιασμένης εγχώριας ενεργειακής πολιτικής και της ενεργειακής εξάρτησης από τον κύριο γεωπολιτικό της αντίπαλο και  επισημαίνει πως η περίπτωση της Γερμανίας δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα των πολλών παγίδων που αντιμετωπίζει ένα έθνος όταν αποτυγχάνει να διασφαλίσει τον ενεργειακό του εφοδιασμό.

 (Κύριες χρήσεις σπάνιων γαιών)

Και συνεχίζει: «Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής στις ΗΠΑ θα ήταν καλό να λάβουν υπόψη τους αυτή την προειδοποιητική ιστορία - και μάλιστα σύντομα - καθώς τα σχέδια της κυβέρνησης Μπάιντεν να επιβάλει μια πλήρη ενεργειακή μετάβαση, μακριά από τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να οδηγήσουν την Αμερική στο μακρύ και οδυνηρό δρόμο της ενεργειακής εξάρτησης.»  Όπω τονίζει, λόγω της παρεμβατικής πολιτικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται προοδευτικά όλο και περισσότερο από τα ηλεκτρικά οχήματα (EV) και τις μη πυρηνικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τις μεταφορές και τις ενεργειακές ανάγκες τους. Όπως εξηγεί, αυτές οι τεχνολογίες βασίζονται σε µεγάλη εισροή µετάλλων σπάνιων γαιών και άλλων στοιχείων, ιδίως λιθίου και κοβαλτίου, των οποίων η προµήθεια εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Κίνα.

Μάλιστα, όπως επισημαίνει στη συνέχεια, τα ίδια αυτά ορυκτά αποτελούν, επίσης, βασικά υλικά για την παραγωγή πολλών προηγμένων οπλικών συστημάτων, όπως μαχητικά αεροσκάφη και βαλλιστικοί πύραυλοι, που είναι ζωτικής σημασίας για μια ισχυρή εθνική άμυνα. Και τονίζει: «Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον πόλεμο που διεξάγει η σημερινή κυβέρνηση κατά της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων, θέτει σε πραγματικό κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της Αμερικής και την εθνική της ασφάλεια.»

 (Παγκόσμια παραγωγή σπάνιων γαιών και αποθέματα. Πηγή: US Geological Survey)  

Και επειδή μιλάμε διαρκώς για ενεργειακή ασφάλεια είναι καλό να επεξηγήσουμε τί ακριβώς σημαίνει και τι συνέπειες μπορεί να έχει η έλλειψή της για την εθνική ασφάλεια κάθε κράτους, καθότι η ενέργεια αποτελεί ένα από τα θεµελιώδη δοµικά στοιχεία όλων των κοινωνιών.

Η ενεργειακή ασφάλεια ορίζεται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας ως "η αδιάλειπτη διαθεσιμότητα ενεργειακών πηγών σε προσιτή τιμή". Τουτέστιν, να μπορείς να τροφοδοτείς σταθερά την κοινωνία σου με ενέργεια σε προσιτό κόστος και χωρίς να ανησυχείς μήπως έρθει η στιγμή που θα ξεμείνεις από αυτή.

Οι οδυνηρές μνήμες των ενεργειακών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 στοιχειώνουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς η απώλεια πρόσβασης σε ενεργειακά αποθέματα μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία των πολιτών. Η ευθύνη τελικά πέφτει στους ηγέτες και οι πολιτικές επιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρές. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, η έλλειψη καυσίμων μπορεί να συμβάλει στην πλήρη πολιτική και οικονομική κατάρρευση. Η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί όταν οι προμηθευτές τυγχάνει να είναι γεωπολιτικοί αντίπαλοι ή ακόμη και απροκάλυπτα, εχθροί Σε μια τέτοια περίπτωση, η κατάσταση μπορεί γρήγορα να ξεφύγει από τον έλεγχο. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Γερμανία και η υπόλοιπη Ευρώπη έμαθαν αυτό το μάθημα με τον χειρότερο τρόπο.

Οι ΗΠΑ προειδοποιούσαν από χρόνια την Ευρώπη –βλέπε Γερμανία-  που βρισκόταν σε φάση αποπυρηνικοποίησης, να πάψει να εξαρτάται στον μέγιστο βαθμό από την Ρωσία επειδή αυτή η εξάρτηση εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους. Πρώτιστα, εξαιτίας της ικανότητας της Ρωσίας να ελέγχει την Ευρώπη μέσω του ελέγχου της πρόσβασής της στο φυσικό αέριο -εργαλείο που χρησιμοποίησε κατά κόρον τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Ο συντάκτης του άρθρου αναρωτιέται γιατί οι Γερμανοί ηγέτες απέτυχαν να εξηγήσουν ορθά και έγκαιρα τις βαθύτερες επιδιώξεις των ηγεσιών του Κρεμλίνου. Και εξηγεί ότι η επιθετικότητα της Ρωσίας χρησιμοποιείται με σκοπό διεκδικήσει εκείνα που αισθάνεται ότι της ανήκουν, δικαιωματικά, ως μεγάη δύναμη στον κόσμο.

Στο ίδιο άρθρο γίνεται σαφής αναφορά στο ότι οι πόλεμοι στην Τσετσενία και τημ Γεωργία, η επέμβαση στην Συρία και η εισβολή στην Ουκρανία, έχουν διεξαχθεί με γνώμονα αυτόν τον ευρύτερο στόχο. Ωστόσο, αν και ο ρωσικός επεκτατισμός έχει αποβεί, αναπόφευκτα, σε βάρος της ασφάλειας της Ευρώπης, εν τούτοις, η αντίδραση των ευρωπαϊκών ηγεσιών –ιδίως, πάντα, των Γερμανών πολιτικών- σε αυτή την πρόκληση υπήρξε κατά κανόνα,  υποτονική. Όπως θυμίζει ο Thomas Wackman μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αυτές οι χώρες στοιχημάτισαν ότι ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστούν την πολιτική μετάβασητης Ρωσίας από τον κομμουνισμό, ήταν η ενσωμάτωση των πρώην σοβιετικών δορυφόρων- κρατών  στη φιλελεύθερη δυτική διεθνή τάξη, που βασίζεται σε κανόνες.

Σήμερα, ύστερα από την κατάρρευση των προσδοκιών, η ενεργειακή ανασφάλεια έχει θέσει σε κρίσιμο κίνδυνο την εθνική ασφάλεια της Γερμανίας, καθώς την έφερε ενώπιος-ενωπίω σε μια αδύνατη κατάσταση: είτε επιτρέπει σε μια επεκτατική δύναμη να απειλήσει τα ανατολικά σύνορά της, είτε διακινδυνεύει την οικονομική κατάρρευση ως συνέπεια της εναντίωσης στα όνειρα του Πούτιν για δημιουργία ενός νέου ρωσικού imperium.

Σε κάθε περίπτωση, η αποτυχία της περιβόητης, όπως αποδεικνύεται, “Energiewende” – ενεργειακή μετάβαση κατά το γερμανικώτερο-  να διασφαλίσει αξιόπιστη εγχώρια παραγωγή ενέργειας, έχει σχεδόν εγγυηθεί, εκτιμά ο συντάκτης, ότι η Γερμανία και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτής της αυτοπροκαλούμενης ενεργειακής κρίσης για πολλά χρόνια ακόμη.

Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να περιπέσουν στον πειρασμό να αρνηθούν ότι υπάρχουν παραλληλισμοί μεταξύ της δυσχερούς θέσης της Γερμανίας και των ενεργειακών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Αμερική, ιδίως καθώς οι αμερικανικές προμήθειες υδρογονανθράκων είναι σχετικά ασφαλείς, ακόμη.

Η υδραυλική ρωγμάτωση (το περιβόητο fracking) κατέστησε και πάλι τις ΗΠΑ κορυφαίο εξαγωγέα πετρελαίου και φυσικού αερίου, και οι περισσότεροι από τους υδρογονάνθρακες που εξακολουθούν να εισάγονται προέρχονται από στενούς συμμάχους, όπως ο Καναδάς και το Μεξικό. Επιπλέον, η πυρηνική ενέργεια εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις συνεχιζόμενες διακοπές παραγωγής. Από την άλλη, η κυβέρνηση Μπάιντεν εργάζεται για να εφαρμόσει και στις Ηνωμένες Πολιτείες μια μετάβαση τύπου “Energiewende”, επιδοτώντας το μερίδιο αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αυξάνοντας το ρυθμιστικό βάρος των συμβατικών πηγών. Οι ΑΠΕ αποτελούν ήδη περίπου το 12% της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας και οι πολιτικές δυνάµεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι θα καταλάβουν ένα ολοένα και αυξανόµενο µερίδιο του συνολικού ενεργειακού χαρτοφυλακίου της Αµερικής.

Ωστόσο, ένα ηλεκτρικό όχημα απαιτεί έξη φορές περισσότερους ορυκτούς πόρους από ό,τι ένα όχημα με συμβατικό κινητήρα βενζίνης. 

Όπως εξηγεί ο συντάκτης, ενώ μέρος αυτής της ζήτησης μπορεί να καλυφθεί από γνωστά μέταλλα, όπως το νικέλιο, ο χαλκός και το αλουμίνιο, λιγότερο κοινά μέταλλα όπως το λίθιο και το κοβάλτιο μπορεί να παίξουν πιο βασικό ρόλο. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας , η πορεία προς μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα θα προκαλέσει εκρηκτική αύξηση της ζήτησης αυτών των ορυκτών.

Και εδώ έγκειται ο κίνδυνος, υποστηρίζει ο ίδιος: η Κίνα ελέγχει σχεδόν ολόκληρη την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού για αυτά τα ορυκτά και τα άλλα στρατηγικά μέταλλα. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαρτώνται πολύ περισσότερο από τις κινεζικές εισαγωγές για ένα ολοένα και πιο σημαντικό μέρος του ενεργειακού τους χαρτοφυλακίου απ' ό,τι ήταν ποτέ από την Μέση Ανατολή, για τον εφοδιασμό με πετρέλαιο. Η ασιατική χώρα όχι μόνο είναι ένας σημαντικός παραγωγός πολλών από τα 35 ορυκτά που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής και τα οποία έχουν προσδιοριστεί από το Υπουργείο Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά επίσης, είτε κατέχει άμεσα είτε ελέγχει με κάποιο τρόπο τα περισσότερα από τα ορυχεία του κόσμου που παράγουν αυτά τα ορυκτά. Η πολιτική διείσδυσης της Κίνας υποσαχάρια Αφρική αφορά την αναζήτηση κοιτασμάτων κοβαλτίου και λιθίου, ώστε να μπορέσει να εμβαθύνει τον έλεγχό της στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού ορυκτών.

Σε περίπτωση που η Κίνα περιορίσει ή ακόμη και διακόψει τη ροή σπάνιων γαιών και στρατηγικών μετάλλων, η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να προβάλλουν ισχύ ή ακόμη και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τους συμμάχους τους, θα καταστραφεί, γράφει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να σταματήσει, καθώς θα ήταν σχεδόν αδύνατο να επισκευαστούν παλιά ή να παραχθούν νέα ψηφιακά προϊόντα. Περιοχές που αποτελούν κλειδί για την αμερικανική οικονομία, όπως η Silicon Valley και η Space Coast της Φλόριντα, θα πάψουν ουσιαστικά να λειτουργούν. Οι ελλείψεις ενέργειας, επίσης, θα μπορούσαν να γίνουν συνήθεις, ιδίως σε εκείνες τις πολιτείεςπου έχουν μεταφέρει ένα σημαντικό μέρος του ενεργειακού τους χαρτοφυλακίου σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τον στόλο των αυτοκινήτων τους σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα.Ευτυχώς, δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί.Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξακολουθούν να αποτελούν μόνο ένα σχετικά μικρό μέρος της αμερικανικής παραγωγής ενέργειας και οι πυρηνικοί αντιδραστήρες εξακολουθούν να λειτουργούν.»

Επεκτείνοντας τους κινδύνους που απειλούν την ενεργειακή και εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και στην Ευρώπη γίνεται σαφές από την παράθεση αυτών των σημαντικών ευρημάτων, ότι εάν δεν εξασφαλίσουμε ότι θα χρησιμοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες πηγές ενέργειας, οσοδήποτε «βρώμικες» και αν μπορεί να είναι, υπό το πέπλο της ενεργειακής μετάβασης, η απειλή για την οικονομία, τη βιομηχανία και την κοινωνία ολοένα και θα μεγαλώνει. Χρειάζονται ευρύτερες και πιο συνεκτικές πολιτικές με εμπροσθοβαρές πρόσημο για να ξεφύγουμε από τη μαγνητική έλξη των “μαύρων τρυπών” που απειλούν την ασφάλειά μας.