και στον πληθωρισμό να συνεχίζουν να είναι έντονες. Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η νομισματική πολιτική που ασκείται από τις κεντρικές τράπεζες στοχεύει στον περιορισμό της ρευστότητας και της δαπάνης ώστε να αποκλιμακωθούν γρήγορα οι τιμές. Η διαδικασία αυτή βέβαια δεν είναι χωρίς επιπτώσεις, οι οποίες άλλωστε έχουν φανεί με τη σχετικά πρόσφατη αναταραχή στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Υπάρχουν επίσης πρόσθετοι διαρθρωτικοί παράγοντες, όπως το δημογραφικό, η ανθεκτική αγορά εργασίας ή και οι τιμές της ενέργειας, που αποτελούν εμπόδια στην ταχεία αποδοτικότητα της νομισματικής πολιτικής, η οποία πάντως απαιτεί ένα εκτεταμένο διάστημα μηνών για να αποφέρει αποτελέσματα. Ακόμη ένα ζήτημα είναι το κατά πόσον η δημοσιονομική πολιτική είναι και θα συνεχίσει να είναι υποστηρικτική, δηλαδή περιοριστική, στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης των τιμών με τις λιγότερο δυνατές αρνητικές επιπτώσεις. Οπως τονίστηκε στις σχετικές συζητήσεις, αβεβαιότητα επικρατεί στο κατά πόσον η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σχετικά γρήγορα κοντά στο 2% μπορεί να γίνει σε ένα τέτοιο δύσκολο περιβάλλον, χωρίς ιδιαίτερες αρνητικές επιδράσεις στο προϊόν, στην απασχόληση και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πάντως, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να διευκολύνει η σχετική πιστωτική σύσφιγξη που ήδη προκαλείται από την αστάθεια και την αβεβαιότητα στο τραπεζικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση η αποκλιμάκωση των τιμών, που ήδη είναι ορατή, αναμένεται να συνεχιστεί παρά τις δυσκολίες που εμφανίζονται στην αποκλιμάκωση ιδιαιτέρως του «δομικού πληθωρισμού». Για δε τις τιμές των τροφίμων που συνεχίζουν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό, θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε την καινούργια περίοδο μετά το καλοκαίρι όπου θα έχουμε διαθέσιμα τα σχετικά αγαθά με τη νέα σπορά. Πάντως, η ζήτηση συνεχίζει να είναι δυναμική διεθνώς και η ανθεκτικότητα των οικονομιών της Ευρώπης και της Αμερικής είναι μέχρι στιγμής αξιοσημείωτη. Υπάρχει εσχάτως μόνο μια πολύ μικρή χαλάρωση στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ, ενώ οι εκτιμήσεις των περισσότερων οργανισμών δεν δείχνουν προς το παρόν παρά μια μικρή, ρηχή ύφεση προς το τέλος του έτους. Ιδίως μάλιστα η «οικονομία των υπηρεσιών» συνεχίζει να αναπτύσσεται ακάθεκτη ευνοώντας και την ελληνική οικονομία.
Εκτός από τον θρυμματισμό και τη γεωπολιτική, στις συναντήσεις κυριάρχησε το θέμα της Κίνας. Στις κλειστές συζητήσεις η ανησυχία ήταν έκδηλη παρά το γεγονός ότι ο κεντρικός τραπεζίτης της Κίνας το προηγούμενο Σάββατο στο Ινστιτούτο Peterson εξέφρασε την πίστη του στις δυνάμεις της αγοράς, εκπλήσσοντας τους περισσότερους ακροατές. Πάντως, την ώρα που όπως φαίνεται επανακάμπτει δυναμικά η Κίνα στο οικονομικό προσκήνιο, στις ΗΠΑ φαίνεται να επικρατεί η πεποίθηση ότι η κινεζική ηγεσία δεν έχει τη διάθεση να συνεργαστεί σε μια σειρά ζητημάτων που αφορούν τόσο την οικονομία όσο και την πολιτική. Δεν φαίνεται ούτε ο λεγόμενος αμερικανικός «συνεργατικός ανταγωνισμός» να αποτελεί έστω μια κάποια λύση στο πλαίσιο των οικονομικών διαφορών ή και των πολιτικών ζητημάτων μεταξύ των χωρών της Δύσης – ιδίως των ΗΠΑ– και της Κίνας. Και αυτό γιατί πιθανώς η Κίνα να θεωρεί ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της.
*Ο κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
(Από την Καθημερινή)