Αυτό που προ ολίγον χρόνων φάνταζε δύσκολο, συνέβη. Η Σαουδική Αραβία αποχώρησε από τον στενό εναγκαλισμό των Αμερικανών και συμμάχησε με τον μεγάλο εχθρό τους, την Ρωσία, κτυπώντας τους μάλιστα στο αδύνατό τους σημείο, την ενέργεια και κατά συνέπεια την οικονομία. Σύμφωνα με το Bloomberg, η πετρελαϊκή συμμαχία Ριάντ – Μόσχας έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει πλείστα προβλήματα στην οικονομία των ΗΠΑ. Στις αρχές Μαρτίου το Ριάντ και η Μόσχα επαναβεβαίωσαν τη στενή συνεργασία τους μέσα στον OΠΕΚ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Φαϊσάλ μπιν Φαρχάν δήλωσε ότι μίλησε με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ, για

«τη σημασία του βαθέος συντονισμού μεταξύ του Βασιλείου και της Ρωσίας στις αγορές ενέργειας», εκφράζοντας και την «ακλόνητη δέσμευση» της χώρας του στη συμφωνία του ΟΠΕΚ+, η οποία έχει προκαλέσει την οργή της Ουάσιγκτον.

Η απόφαση του ΟΠΕΚ+ να μειώσει την παραγωγή αργού, για δεύτερη φορά από τότε που ο Μπάιντεν επισκέφθηκε τη Σαουδική Αραβία το περασμένο καλοκαίρι, καλώντας για αύξηση της παραγωγής, μπορεί να είναι μόνο η αρχή καθώς αναμένονται οι αποφάσεις που θα λάβουν οι χώρες του ΟΠΕΚ στην σύνοδο του Ιουνίου. Η προτέρα απόφαση του Οργανισμού, η οποία οδήγησε σε άνοδο των τιμών του πετρελαίου, αυξάνει τις πιθανότητες ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας δεδομένων των αυξημένων ενεργειακών δαπανών των καταναλωτών και των πληθωριστικών πιέσεων.
Δεδομένων των αλλαγών στις γεωπολιτικές συμμαχίες, η Σαουδική Αραβία φαίνεται πως θέλει να ξεφύγει από την επιρροή τους Ουάσινγκτον και αναζητει νέους συμμάχους. Η χώρα έχει ήδη συνεργαστεί με τη Ρωσία όσον αφορά το πετρέλαιο, ενώ όταν θέλησε να βελτιώσει τις διμερείς της σχέσεις με το γειτονικό Ιράν, στράφηκε προς την Κίνα, με την οποία επίσης διατηρεί άριστες σχέσεις. Η συμμαχία Ριάντ-Μόσχας-Πεκίνου έχει ήδη αρχίσει να φέρνει μεγάλες ανατροπές στον γεωπολιτικό χάρτι, με την Δύση να παρακολουθεί τις εξελίξεις, σαφώς αποδυναμωμένη και με μικρά περιθώρια αντίδρασης.

Είναι γεγονός ότι ο βαθμός επιρροής των Δυτικών στον ΟΠΕΚ+ βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Και ενώ ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και ο Βλαντιμίρ Πούτιν προχωρούν σε μονομερείς αποφάσεις οι οποίες ενισχύουν τις οικονομίες τους, οι Αμερικανοί έχουν προσηλωθεί στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας τους και τα οικονομικά προβλήματά τους. Ο ανταγωνισμός των αμερικανικών πετρελαϊκών, ο οποίος κάποτε αποτελούσε αντίπαλον δέος στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του ΟΠΕΚ+ και χαλιναγωγούσε τις τιμές, έχει μειωθεί δραματικά λόγω της προσπάθειας μετάβασης σε ΑΠΕ και της πληθωριστικής κρίσης, η οποία έχει με τη σειρά της περιορίσει τις επενδύσεις σε νέα κοιτάσματα. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ και η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση έχουν υποχρεώσει πολλές από τις εταιρείες αυτές να περιορίσουν τις επενδύσεις τους σε νέα κοιτάσματα σχιστολιθικού αερίου και να προσηλωθούν στην αποπληρωμή μερισμάτων και την επαναγορά μετοχών.

Επιπτώσεις στην επανεκλογή Μπάιντεν

Το εν λόγω θέμα αναμένεται να επηρεάσει και την πιθανότητα επανεκλογής Μπάιντεν, ο οποίος ανακοίνωσε χθες την επιθυμία του να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Τα ποσοστά αποδοχής του υπεχώρησαν στο 39% τον Απρίλιο, πλησιάζοντας στο χαμηλότερο επίπεδο της προεδρίας του, καθώς η αμερικανική οικονομία εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης. Όπως προκύπτει ειδικότερα από δημοσκόπηση των Reuters/Ipsos, το ποσοστό αποδοχής του Μπάιντεν εμφανίζει πτώση τον τρέχον μήνα σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα όταν το 42% των ερωτηθέντων απάντησε ότι εγκρίνει τις προεδρικές του επιδόσεις. Από τον Ιανουάριο του 2021 που ο Μπάιντεν ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα, το ποσοστό αποδοχής του μειωνόταν σχεδόν σταθερά φθάνοντας στο 36% στα μέσα του 2022.

Οι αναλυτές υπογραμμίζουν τον κίνδυνο που ενδέχεται να προκαλέσει το σοκ της αύξησης των τιμών του πετρελαίου όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την επανεκλογή του Τζο Μπάιντεν το 2024. Σύμφωνα με το οικονομικό μοντέλο του Bloomberg, το οποίο φέρει την ονομασία SHOK, η μειωμένη παραγωγή η οποία ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου στα $120/βαρέλι μέχρι το 2024, θα κρατήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ στο 4% μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου, σε αντίθεση με τις τρέχουσες εκτιμήσεις του 2,7%. Οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου εκτιμάται ότι θα πλήξουν παραιτέρω τη δημοτικότητα του Μπάιντεν. Παράλληλα, η δημιουργία ύφεσης στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη θα αυξήσει την πιθανότητα μετάδοσής της στον υπόλοιπο κόσμο. Επιπλέον, το μερίδιο της οικονομίας των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ΑΕΠ φαίνεται πως περιορίζεται σημαντικά, τη στιγμή που χώρες όπως Κίνα και Ινδία στρέφονται κυρίως στη Ρωσία, το Ιράν και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ με τις οποίες έχουν δημιουργήσει στενές διπλωματικές σχέσεις. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατηγορεί τους Δημοκρατικούς και την κυβέρνηση τους ότι θεωρούν ότι θα μπορούν να δανείζονται και να ξοδεύουν για πάντα χωρίς συνέπειες, κάτι που έχει διχάσει και το Κογκρέσο. Οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι πιθανόν να χρειαστεί οι ΗΠΑ να υποστούν μια κρίση χρέους ευρωπαϊκού – ελληνικού τύπου.